Road trip στην πανέμορφη Ελβετία... και όχι μόνο.
Ένα ταξίδι που διασχίζει μαγευτικά τοπία, περνώντας μέσα από μερικές από τις πιο όμορφες περιοχές της Ιταλίας, της Ελβετίας, της Γαλλίας και άλλων μαγευτικών χωρών
Η αρχή του ταξιδιού
Μετά από πολλές σκέψεις, αμέτρητες αναζητήσεις και μια λίστα γεμάτη ελκυστικούς προορισμούς, η επιλογή μου έγινε τελικά ξεκάθαρη. Ο προορισμός που ξεχώρισε και που θα γινόταν το σημείο εκκίνησης για την επόμενη περιπέτειά μου ήταν μια χώρα που μοιάζει βγαλμένη από παραμύθι – η Ελβετία.
Με τις εντυπωσιακές Άλπεις, τις καταγάλανες λίμνες και τις γραφικές πόλεις της, η Ελβετία ήταν ο τέλειος καμβάς για το ταξίδι που πάντα ονειρευόμουν. Ήξερα ότι εκεί θα έβρισκα τοπία που θα με άφηναν άφωνο, δρόμους που θα ήταν απόλαυση να οδηγήσω, αλλά και μια αίσθηση γαλήνης που θα συνδυαζόταν με την αδρεναλίνη της περιπέτειας.
Η απόφαση αυτή δεν ήταν μόνο για το προφανές – την ομορφιά της φύσης. Ήταν και για την εμπειρία του να βυθιστώ σε έναν κόσμο που συνδυάζει την παραδοσιακή απλότητα με την απόλυτη ακρίβεια, εκεί όπου το κάθε χωριό μοιάζει να έχει σταματήσει τον χρόνο και η κάθε διαδρομή να σε καλεί να την εξερευνήσεις. Η Ελβετία δεν ήταν απλώς μια χώρα που θα επισκεπτόμουν – ήταν μια εμπειρία ζωής που με περίμενε να τη ζήσω.
Ξεκίνημα λοιπόν στις 2 Σεπτεμβρίου, γεμάτος ανυπομονησία και ενθουσιασμό, με κατεύθυνση το λιμάνι της Ηγουμενίτσας, όπου το πλοίο θα με οδηγούσε στο πρώτο σκέλος αυτού του ταξιδιού – την Ανκόνα της Ιταλίας. Οι πρώτες στιγμές κάθε ταξιδιού πάντα έχουν μια ιδιαίτερη αίσθηση. Είναι εκείνες οι στιγμές που κάθε σκέψη, κάθε σχέδιο, αρχίζει επιτέλους να παίρνει σάρκα και οστά.
Έφτασα στο λιμάνι νωρίτερα από την προγραμματισμένη ώρα, κάτι που μου έδωσε την ευκαιρία να απολαύσω έναν χαλαρό καφέ με θέα το γαλήνιο Ιόνιο πέλαγος. Καθώς καθόμουν στο μικρό καφέ, παρατηρούσα τους ταξιδιώτες γύρω μου – οικογένειες, ζευγάρια, μοναχικούς ταξιδιώτες – ο καθένας με τον δικό του προορισμό και τη δική του ιστορία.
Ύστερα από λίγο, έφτασε η ώρα να κάνω το check-in και να επιβιβαστώ στο πλοίο. Το καράβι ήταν γεμάτο ζωή, με κόσμο να ανεβάζει αποσκευές, οχήματα να παρκάρουν στα αμπάρια και μια διάχυτη αίσθηση ενθουσιασμού. Όταν το πλοίο σήκωσε άγκυρα και άρχισε να απομακρύνεται από την ακτή, κοίταξα πίσω την Ηγουμενίτσα που μικραινε στο βάθος, ενώ μπροστά μου απλωνόταν η θάλασσα – μια θάλασσα που θα με έφερνε πιο κοντά στο επόμενο κεφάλαιο αυτής της περιπέτειας. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει.
Το ταξίδι με το πλοίο, όσο αναγκαίο κι αν ήταν, αποδείχθηκε μια δοκιμασία υπομονής. Η αίσθηση του να είσαι ανάμεσα σε δύο κόσμους – την αφετηρία και τον προορισμό – σε έκανε να νιώθεις κάπως αποκομμένος, σαν να βρισκόσουν σε μια ενδιάμεση διάσταση όπου ο χρόνος κυλούσε αργά.
Οι ώρες περνούσαν μονότονα, με την αδιάκοπη θέα της θάλασσας να απλώνεται ως τον ορίζοντα. Περπατούσα στο κατάστρωμα, κοιτούσα τα κύματα, έπινα έναν ακόμη καφέ, αλλά η ανυπομονησία να φτάσω στην Ιταλία φούντωνε. Το μυαλό μου περιπλανιόταν στις σκέψεις για την περιπέτεια που με περίμενε – οι δρόμοι, οι εικόνες, οι εμπειρίες που ονειρευόμουν τόσο καιρό.
Ήταν σαν να μετρούσα τα λεπτά για την πρώτη μου επαφή με την ιταλική γη, τη στιγμή που θα έβαζα μπρος τη μηχανή και θα ξεκινούσα αυτό που φανταζόμουν ως το απόλυτο road trip. Η υπομονή ήταν το μόνο που με κρατούσε, μαζί με τη σκέψη ότι όλα τα όμορφα έρχονται σε όσους περιμένουν. Η περιπέτεια πλησίαζε, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να την περιμένω με ανυπομονησία.
Το ταξίδι ξεκινά από την παραθαλάσσια πόλη της Ανκόνα, όπου κάνω τα πρώτα χιλιόμετρα σε βρεγμένους δρόμους. Περνώντας από μικρά χωριά και ηπειρωτικές περιοχές, η διαδρομη αποκαλύπτει την εξαιρετική ομορφιά της κεντρικής Ιταλίας.
Καθώς προχωρώ προς τα νότια, ο καιρός βελτιώνεται, και οι συννεφιές αρχίζουν να σπάνε, αποκαλύπτοντας τον γαλάζιο ουρανό πάνω από το τοπίο. Η διαδρομή περνά από γραφικά χωριά, ελαιώνες και αμπελώνες, προσφέροντας μια εκπληκτική θέα στην υπαίθρια Τοσκάνη.
Η Σιένα είναι επίσης γνωστή για τη φημισμένη πλατεία Piazza del Campo, όπου πραγματοποιείται ο πασίγνωστος αγώνας της παλιάς εποχής, Il Palio. Εκεί μπορείς να απολαύσεις την ατμόσφαιρα της πόλης, να δοκιμάσεις την παραδοσιακή κουζίνα και να επισκεφθείς τα αξιοθέατα, όπως ο Καθεδρικός Ναός της Σιένας και η Πινακοθήκη της Σιένας.
Σιένα: Η Μεσαιωνική Καρδιά της Τοσκάνης
Καθώς φθάνω προς τη Σιένα, αντικρίζω τη μαγευτική αρχιτεκτονική και τον πολιτισμό της πόλης. Μεσαιωνικές πλατείες, στενά δρομάκια και τον εντυπωσιακό Torre del Mangia.
Μετά από έναν γεμάτο απόγευμα στα στενά της Σιένα, όπου κάθε γωνιά της πόλης έμοιαζε να αφηγείται μια ιστορία αιώνων, αποφάσισα να κάνω μια στάση για να απολαύσω τη γαστρονομία της Ιταλίας. Ένα μικρό, παραδοσιακό εστιατόριο στη μέση της ιστορικής πόλης τράβηξε την προσοχή μου. Εκεί δοκίμασα μια αυθεντική ιταλική πίτσα, με τη ζύμη λεπτή, τα υλικά φρέσκα και την κάθε μπουκιά να έχει τη γεύση της Τοσκάνης.
Η ηρεμία της στιγμής, με τον ήλιο να δύει πίσω από τα πέτρινα κτίρια, ήταν ο τέλειος τρόπος να κλείσω μια μέρα γεμάτη εικόνες και εμπειρίες.
Αργότερα, με το φως να ξεθωριάζει και τον αέρα να δροσίζει την ατμόσφαιρα, πήρα τον δρόμο για το κατάλυμα. Εκεί, με το σώμα κουρασμένο αλλά το μυαλό γεμάτο ενθουσιασμό για το τι θα φέρει η επόμενη μέρα, βυθίστηκα στην αναγκαία ξεκούραση. Η Σιένα με είχε ήδη μαγέψει, αλλά ήξερα πως αυτό ήταν μόνο η αρχή. Η περιπέτεια συνεχιζόταν.
Πρωινό ξύπνημα στη γοητευτική Σιένα, και με τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από τους κόκκινους κεραμιδένιους τρούλους της πόλης, ξεκίνησα για μια διαδρομή που προμηνυόταν μαγευτική.
Ο καιρός ήταν ιδανικός – ένας καθαρός ουρανός με απαλές αχτίδες φωτός που αγκάλιαζαν την τοσκανική ύπαιθρο, κάνοντάς την να μοιάζει με ζωντανό πίνακα ζωγραφικής.
Η διαδρομή προς το Μονταλτσίνο ήταν πέρα για πέρα μαγική. Οι δρόμοι ήταν μια πανδαισία καμπυλών, με ατελείωτες σειρές από κυπαρίσσια να τους πλαισιώνουν, ενώ τα χωράφια με τα αμπέλια και οι απαλές πράσινες κοιλάδες δημιουργούσαν το τέλειο σκηνικό. Κάθε στροφή αποκάλυπτε μια νέα εκπληκτική θέα, κάνοντας την οδήγηση σε αυτούς τους δρόμους όχι μόνο μια ευχάριστη εμπειρία αλλά και μια ευκαιρία να απολαύσω τη φυσική ομορφιά της Τοσκάνης.
Μετά απο 60 χιλιόμετρα περίπου θα φθάσω στο πανέμορφο Montalcino.
Μονταλτσίνο: Το Στέμμα του Brunello και της Τοσκανικής Γοητείας
Το Montalcino είναι μια γοητευτική μεσαιωνική πόλη που βρίσκεται στην καρδιά της Τοσκάνης, στην κεντρική Ιταλία. περιβάλλεται από εκπληκτικά τοπία με αμπελώνες και ελαιώνες, και είναι ιδιαίτερα γνωστό για την παραγωγή του εξαιρετικού κρασιού Brunello di Montalcino.
Η παλιά πόλη του Montalcino είναι περιτριγυρισμένη από τοίχους που χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα, και περιλαμβάνει γραφικά στενά δρομάκια, μεσαιωνικά κτίρια και εκκλησίες. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται το Κάστρο του Montalcino, ένας πανοραμικός πύργος που προσφέρει εκπληκτική θέα στην περιοχή.
Οι επισκέπτες μπορούν να περπατήσουν στα σοκάκια της πόλης, να επισκεφθούν το Παλαιό Δημαρχείο, να δοκιμάσουν κρασιά σε τοπικές αμπελουργίες και να απολαύσουν την αυθεντική τοσκανική κουζίνα σε ταβέρνες και εστιατόρια. Το Montalcino είναι ένας προορισμός που συνδυάζει ιστορία, φυσική ομορφιά και αυθεντική κουλτούρα, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία στους επισκέπτες του.
Πλησιάζοντας στο Μονταλτσίνο, ένιωσα τη μοναδική γοητεία αυτού του μέρους να με καλεί. Οι αμπελώνες που παράγουν το διάσημο Brunello di Montalcino ήταν το τέλειο προοίμιο για την είσοδό μου σε αυτό το γραφικό χωριό, γεμάτο ιστορία, γεύσεις και εικόνες που σου μένουν αξέχαστες.
Στο Montalcino, καθώς έφτασα και πάρκαρα τη μηχανή μου κοντά στην κεντρική πλατεία της πόλης, με πλησίασαν κάποιοι Ιταλοί μοτοσυκλετιστές που είχαν ήδη παρατηρήσει την παρουσία μου. Με τα φιλικά χαμόγελά τους και την κλασική ιταλική ζεστασιά, μου έδωσαν την αίσθηση πως ήμουν καλοδεχούμενος, ακόμη κι αν ήμουν ένας άγνωστος σε αυτούς.
Με ρώτησαν για το ταξίδι μου, θαύμασαν τη μηχανή μου, και μόλις τους εξήγησα πως ταξιδεύω μόνος, πρότειναν να πάμε μαζί για έναν καφέ. Δεν δίστασα ούτε στιγμή. Σύντομα βρέθηκα να κάθομαι μαζί τους σε ένα μικρό καφέ της πόλης, να μιλάμε για διαδρομές, περάσματα και την κοινή μας αγάπη για την ελευθερία που σου προσφέρει ο δρόμος πάνω στη σέλα μιας μοτοσυκλέτας.
Αφού τελειώσαμε τον καφέ, με προσκάλεσαν να κάνουμε μαζί μια μικρή βόλτα στα στενά του Montalcino. Τα στενά σοκάκια, οι πέτρινοι τοίχοι, και η αίσθηση ότι ταξιδεύεις πίσω στον χρόνο έκαναν την εμπειρία αξέχαστη.
Μοτοσυκλετιστική παιδεία, ήθος και αλληλεγγύη – μπράβο στα παλικάρια! Ένα απλό περιστατικό που μου θύμισε γιατί η μοτοσυκλέτα δεν είναι μόνο μέσο, αλλά ένας τρόπος σύνδεσης με τους ανθρώπους και τον κόσμο γύρω μας.
Αφού αποχαιρετιστήκαμε με τους Ιταλούς μοτοσυκλετιστές, συνέχισα το ταξίδι μου προς την Φλωρεντία, αλλά αποφάσισα να κάνω μια μικρή στάση σε ένα ακόμα πανέμορφο μέρος της Τοσκάνης, το Montepulciano. Αυτή η πόλη, χτισμένη πάνω σε έναν λόφο, φημίζεται για τη μοναδική μεσαιωνική ατμόσφαιρά της και τα υπέροχα τοπία που τη περιβάλλουν.
To Montepulciano απέχει 40 λεπτά περίπου απο το Montalcino και σίγουρα αξίζει μια επίσκεψη αν βρεθείτε στην Τοσκάνη.
Το Montepulciano είναι μια εντυπωσιακή και είναι γνωστή για την ιστορία, την αρχιτεκτονική και την παραγωγή εξαιρετικού κρασιού.
Η πόλη βρίσκεται σε έναν λόφο και περιβάλλεται από εντυπωσιακά τοπία με αμπελώνες και ελαιώνες. Το ιστορικό κέντρο του Montepulciano είναι γεμάτο μεσαιωνικά και αναγεννησιακά κτίρια, πλατείες και σοκάκια που προσφέρουν μια γραφική ατμόσφαιρα.
Ένα από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του Montepulciano είναι ο Δρόμος των Κελλαριών, όπου οι επισκέπτες μπορούν να ανακαλύψουν και να δοκιμάσουν το διάσημο Vino Nobile di Montepulciano, ένα από τα κορυφαία κρασιά της Τοσκάνης.
Οι επισκέπτες μπορούν επίσης να απολαύσουν την αρχιτεκτονική ομορφιά της Πιάτσα Γκράντε, να επισκεφθούν το Δημαρχείο του 14ου αιώνα και τον Καθεδρικό Ναό του Montepulciano.
Το Montepulciano είναι ένας προορισμός που προσφέρει μια μοναδική συνδυασμένη εμπειρία από ιστορία, κουλτούρα και οινογνωσία, που κάνει την επίσκεψη του αξέχαστη για κάθε ταξιδιώτη.
Στο Montepulciano, η εμπειρία έγινε ακόμα πιο μοναδική καθώς, κατά τη διάρκεια της μικρής μου βόλτας, είχα την τύχη να πέσω πάνω σε μια παρέλαση, μικρή σε μέγεθος αλλά απίστευτα εντυπωσιακή. Οι συμμετέχοντες, ντυμένοι με παραδοσιακές στολές, γεμάτοι περηφάνια, έφεραν μαζί τους έναν αέρα ιστορίας και παράδοσης που φαινόταν να ζωντανεύει την πόλη.
Η μικρή αυτή παρέλαση ήταν σαν μια αναπάντεχη γιορτή που έδωσε ακόμα περισσότερη ζωντάνια στην επίσκεψή μου.
Αφήνοντας και αυτη την πόλη θα κατευθυνθώ προς την Φλωρεντία διανυοντας μια απόσταση 110 χιλιομέτρων
Φλωρεντία: Το Αιώνιο Σπίτι του Μιχαήλ Αγγέλου και του Ντα Βίντσι
Φθάνοντας στη Φλωρεντία θα κατευθυνθώ προς το ξενοδοχείο για τα διαδικάστικά και στη συνέχεια για μια βόλτα στη πόλη.
Η Φλωρεντία είναι μια μαγευτική πόλη που είναι γνωστή ως η Γενέτειρα της Αναγέννησης και θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς πολιτιστικούς και τέχνης προορισμούς στον κόσμο.
Η Φλωρεντία φημίζεται για την εντυπωσιακή της αρχιτεκτονική, με τον Καθεδρικό Ναό Santa Maria del Fiore και τον διάσημο καμπαναριό της Πιάτσα Ντελλα Σινιόρια να ξεχωρίζουν. Οι γνωστοί πολιτιστικοί θησαυροί της πόλης περιλαμβάνουν την πινακοθήκη των Ουφίτσι, τη Γκαλερία της Ακαδημίας με τον Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου και τον Ποντε Βέκκιο.
Οι επισκέπτες μπορούν να περπατήσουν στον γραφικό Πόντε Βέκκιο πάνω από τον ποταμό Άρνο, να απολαύσουν τα σοκάκια του ιστορικού κέντρου και να γευτούν την παραδοσιακή τοσκανική κουζίνα και τα κρασιά σε ταβέρνες και εστιατόρια.
Η Φλωρεντία είναι επίσης γνωστή για τη μόδα και την υψηλή ποιότητα των τοπικών εμπορευμάτων, και ο διάσημος δρόμος της Via de’ Tornabuoni φιλοξενεί πολυτελή καταστήματα μόδας και κοσμημάτων.
Αφού είδα κάποια απο τα σημαντικότερα σημεία της πόλης, κατευθύνθηκα προς ενα σημείο όπου βλέπεις την Φλωρεντία πανοραμικά και είναι must για όποιον επισκεφθεί την πόλη. Ο λόγος για την πλατεία Μικελάντζελο.
Η Πλατεία Μικελάντζελο (Piazza Michelangelo) είναι μια από τις πιο εμβληματικές πλατείες της Φλωρεντίας. Βρίσκεται στην ανατολική όχθη του ποταμού Άρνο και προσφέρει μια εκπληκτική πανοραμική θέα στην πόλη.
Η πλατεία πήρε το όνομά της από τον διάσημο Ιταλό γλύπτη Μικελάντζελο Μπουοναρότι, καθώς στο κέντρο της πλατείας υπάρχει ενα αντίγραφο του έργου του. Η ανάγλυφη αυτή αντιγραφή του Δαβίδ είναι μια από τα πιο γνωστά τουριστικά αξιοθέατα της πόλης.
Η Πλατεία Μικελάντζελο είναι ένας δημοφιλής προορισμός για τους επισκέπτες που θέλουν να απολαύσουν την πανοραμική θέα της Φλωρεντίας. Από εκεί, μπορείτε να θαυμάσετε τον Καθεδρικό Ναό Santa Maria del Fiore, τον πύργο του Παλάτσο Βέκκιο και τον ποταμό Άρνο, ενώ ο ηλιοβασίλεμα προσφέρει εκπληκτικές φωτογραφικές στιγμές.
Αφού εντυπωσιάστηκα απο το σημείο ήρθε η ώρα να κατευθυνθώ προς το ξενοδοχείο και για την προετοιμασία της επόμενη ημέρας.
Αναχώρηση απο το ξενοδοχείο και θα κατευθυνθώ προς την Πίζα ωστε να δω τον κεκλιμένο πύργο και απο εκεί μια μικρή στάση στο μιλάνο. Η διαδρομή μέχρι Πίζα και Μιλάνο δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο μιας και επέλεξα τον αυτοκινητόδρομο. Τα χιλιόμετρα Φλωρεντία-Πίζα-Μιλάνο θα ειναι 377 με 4.30 ώρες οδήγησης
Πίζα: Ένας Προορισμός που Στέκεται Διαχρονικά
Φτάνοντας στην Πίζα, ένιωσα την προσμονή να κορυφώνεται. Οδηγώντας μέσα από τους δρόμους της πόλης, βρήκα μια μικρή γωνία για να παρκάρω τη μηχανή, λίγα μέτρα έξω από την πλατεία των Θαυμάτων (Piazza dei Miracoli), εκεί όπου βρίσκεται ο διάσημος κεκλιμένος πύργος.
Αφήνοντας πίσω τον εξοπλισμό μου, ξεκίνησα να περπατάω προς την πλατεία. Η πρώτη ματιά στον Πύργο της Πίζας ήταν ακριβώς όπως την περίμενα – εντυπωσιακή και λίγο… σουρεαλιστική. Η κλίση του πύργου μοιάζει σχεδόν αδύνατη, και όμως στέκεται εκεί, σαν να αψηφά κάθε κανόνα της φυσικής. Πλήθος τουριστών γελούσε και πόζαρε προσπαθώντας να βγάλει τις κλασικές φωτογραφίες, “κρατώντας” τον πύργο με τα χέρια τους.
Ακολούθησα το ρεύμα και στάθηκα κι εγώ μπροστά του για τις καθιερωμένες φωτογραφίες. Δεν ήταν μόνο ο πύργος που με μάγεψε, αλλά και το υπόλοιπο συγκρότημα της πλατείας. Ο καθεδρικός ναός (Duomo di Pisa) και το βαπτιστήριο (Battistero di San Giovanni), με τη μαρμάρινη αρχιτεκτονική τους, συμπλήρωναν την εικόνα με μια αίσθηση διαχρονικής ομορφιάς.
Η Πίζα ήταν από εκείνα τα μέρη που, παρά τη φήμη τους και την αναμενόμενη τουριστική πολυκοσμία, καταφέρνουν να σε κερδίσουν. Αφού απόλαυσα τη βόλτα και έριξα μια τελευταία ματιά στον πύργο, γύρισα στη μηχανή μου για να συνεχίσω την πορεία μου, αφήνοντας πίσω έναν από τους πιο εμβληματικούς προορισμούς του κόσμου.
Ο Πύργος της Πίζας (Torre di Pisa) είναι ένα από τα πιο διάσημα μνημεία του κόσμου, γνωστό κυρίως για την χαρακτηριστική του κλίση. Βρίσκεται στην Πλατεία των Θαυμάτων (Piazza dei Miracoli) στην Πίζα της Ιταλίας και αποτελεί το καμπαναριό του καθεδρικού ναού της πόλης.
Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1173 και διήρκεσε σχεδόν 200 χρόνια λόγω προβλημάτων με το μαλακό έδαφος, που οδήγησε στην κλίση του. Ο πύργος έχει ύψος περίπου 56 μέτρα και αποτελείται από οκτώ επίπεδα, με λευκό μάρμαρο και εντυπωσιακές αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες.
Παρά την κλίση του, ο πύργος είναι σταθερός χάρη σε αποκαταστάσεις που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, και σήμερα αποτελεί ένα δημοφιλές αξιοθέατο, προσελκύοντας επισκέπτες από όλο τον κόσμο.
Αφήνοντας την Πίζα θα κατευθυνθώ προς το Μιλάνο. Φθάνοντας στην Πόλη του Μιλάνο και καθώς ημουν σταματημένος, μια κυρία με ενα Σκούτερ μου έλεγε κάτι στα Ιταλίκά που δεν καταλάβαινα. Τελικά μου τα μετέφρασε και στα Αγγλικά λέγοντας μου πως νόμιζε οτι ήμουν ο θείος της.
Μετα απο αυτο το αστείο συμβάν κατευθύνθηκα προς την πλατεια του Μιλάνο.
Η πλατεία του Μιλάνο είναι μια από τις πιο γνωστές και σημαντικές πλατείες στο Μιλάνο, τη μεγαλύτερη πόλη της Βόρειας Ιταλίας. Επίσης γνωστή ως “Piazza del Duomo” ή “Πλατεία του Καθεδρικού Ναού”, αποτελεί τον κεντρικό χώρο της πόλης και τον κόμβο από τον οποίο ξεκινούν πολλά από τα μεγαλύτερα δρόμους του Μιλάνου.
Η πλατεία περιβάλλεται από αρχιτεκτονικά εντυπωσιακά κτίρια και αποτελεί τον πυρήνα του ιστορικού κέντρου της πόλης. Κυρίαρχο στοιχείο της είναι ο μεγαλοπρεπής καθεδρικός ναός του Μιλάνου, γνωστός και ως Duomo di Milano. Ο ναός είναι μια εκθαμβωτική καθεδρική εκκλησία της γοτθικής αρχιτεκτονικής και αποτελεί ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα του Μιλάνου.
Καθώς αναχωρούσα απο το Μιλάνο είδα μια αψίδα όπου και σταμάτησα για μερικές φωτογραφίες. Πρόκειται για την Αψίδα της Ειρήνης (Arco della Pace). Η Αψίδα της Ειρήνης (Arch of Peace) είναι ένα αρχιτεκτονικό αξιοθέατο που βρίσκεται στο Μιλάνο. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της πόλης και ένα σύμβολο της ειρήνης. Χτιστηκε το 1807 υπο τη διοικηση του Ναπολεοντα.
Η Αψίδα της Ειρήνης βρίσκεται κοντά στο Πάρκο Sempione, μια όαση πρασίνου στο κέντρο της πόλης. Από το κέντρο της αψίδας, υψώνεται ένας τεράστιος τοξοτόπος που φιλοδοξεί να υποδείξει την ειρήνη και την αποχή από τον πόλεμο. Επίσης, στην κορυφή της αψίδας βρίσκεται μια αγαλματούχος γυναικεία μορφή που αντιπροσωπεύει τη Νίκη, τη θεά της νίκης στην αρχαία ελληνική μυθολογία.
Η Αψίδα της Ειρήνης αποτελεί σημαντικό σημείο συνάντησης και αναψυχής για τους κατοίκους του Μιλάνου και τους επισκέπτες της πόλης. Είναι ένας όμορφος χώρος για να περπατήσει κανείς, να απολαύσει το περιβάλλον και να αποφύγει τη φασαρία της πόλης.
Αφήνοντας πίσω το κομψό και πολυδιάστατο Μιλάνο, ήρθε η ώρα να προχωρήσω στο επόμενο κεφάλαιο του ταξιδιού μου. Στόχος μου ήταν να βρω ένα στρατηγικό σημείο για την επόμενη διανυκτέρευση, ώστε να είμαι κοντά σε δύο μοναδικούς προορισμούς που είχα αποφασίσει να επισκεφθώ την επόμενη ημέρα: την ειδυλλιακή λίμνη Κόμο και το θρυλικό Passo Stelvio.
Με αυτά τα κριτήρια, η επιλογή μου κατέληξε στην πόλη Busto Arsizio, μια ήσυχη και βολική τοποθεσία, μόλις 40 χιλιόμετρα από το Μιλάνο. Οδηγώντας προς τα εκεί, ο δρόμος ήταν χαλαρωτικός, χωρίς ιδιαίτερη κίνηση, επιτρέποντάς μου να σκεφτώ το πρόγραμμα της επόμενης ημέρας.
Φτάνοντας στη Busto Arsizio, το πρώτο μου μέλημα ήταν να βρω το κατάλυμα που είχα κλείσει. Η οικοδέσποινα, μια ευγενική και πρόθυμη κυρία, με υποδέχθηκε με χαμόγελο. Αν και η γλώσσα αποδείχθηκε μια μικρή πρόκληση – καθώς δεν γνώριζε καθόλου Αγγλικά – η τεχνολογία ήρθε για άλλη μια φορά να δώσει τη λύση. Με το Google Translate ως μεσάζοντα, καταφέραμε να συνεννοηθούμε χωρίς προβλήματα, και γρήγορα όλα ήταν σε τάξη.
Αφού τακτοποίησα τα πράγματά μου, αποφάσισα ότι μια μικρή ανάπαυλα ήταν απαραίτητη. Ξάπλωσα για περίπου μια ώρα, επιτρέποντας στο σώμα μου να ανακτήσει δυνάμεις μετά τη γεμάτη εμπειρίες ημέρα. Το μυαλό μου όμως δεν μπορούσε να μείνει στάσιμο – ήθελα να εξερευνήσω ακόμα και αυτήν την ήσυχη πόλη.
Με την ενέργεια επαναφορτισμένη, κατευθύνθηκα προς το κέντρο της Busto Arsizio για ένα σύντομο tour. Οι δρόμοι της πόλης, με τον λιτό αλλά γοητευτικό χαρακτήρα τους, με προσκάλεσαν σε μια χαλαρή βόλτα. Πλατείες με παραδοσιακά καφέ, μικρά μαγαζιά και ντόπιοι που απολάμβαναν τη βραδιά τους δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα οικεία και ήρεμη.
Το Busto Arsizio είναι γνωστό για τη βιομηχανική του κληρονομιά, ειδικά στους τομείς της υφαντουργίας και του ενδυματολογίου. Έχει πληθυσμό περίπου 82.000 κατοίκους.
Η πόλη έχει μια πλούσια ιστορία που χρονολογείται από την αρχαιότητα. Ήταν ένα σημαντικό κέντρο κατά τη ρωμαϊκή εποχή και αργότερα έγινε μια μεσαιωνική οχυρωμένη πόλη. Κατά τη διάρκεια των χρόνων, το Busto Arsizio γνώρισε σημαντική βιομηχανική ανάπτυξη, ιδίως στον 19ο και 20ό αιώνα.
Εκτός από τη βιομηχανική του σημασία, το Busto Arsizio προσφέρει και ορισμένα πολιτιστικά και ιστορικά αξιοθέατα. Η Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή είναι μια εντυπωσιακή οικοδομή με όμορφη αρχιτεκτονική και έργα τέχνης. Υπάρχουν επίσης αρκετά μουσεία, συμπεριλαμβανομένου του Μουσείου Υφαντουργίας και του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Συνολικά, το Busto Arsizio συνδυάζει τη βιομηχανική του κληρονομιά με πολιτιστικές προσφορές, καθιστώντας το ενδιαφέρον προορισμό τόσο για τους κατοίκους όσο και για τους τουρίστες.
Μιας και η όρεξη είχε ανοίξει και ενα MacDonalds ήταν μπροστά μου, δεν μπορούσα να μην το τιμήσω. Στη συνέχεια ενα μικρό περίπατο προς το κέντρο της πόλης ωστε να πιώ κάτι και να δώ 1-2 σημεία ενδιαφέροντος της πόλης. Τη Βασιλική του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή και το μουσείο Υφαντουργίας.
Αρκετά όμορφη και ”ήρεμη” πόλη το Busto Arsizio.
Αφού είχε αρχίσει να νυχτώνει κατευθύνθηκα πίσω στο κατάλημα ώστε να προτετοιμαστώ για την επόμενη ημέρα.
Ξημέρωμα λοιπόν και ήμουν έτοιμος για αναχώρηση. Με βάση το πλάνο που είχα σχεδιάσει η ημέρα αναμενόταν αρκετά ενδιαφέρουσα μιας και θα έβλεπα αρκετά όμορφα μέρη.
40 χιλιόμετρα απο το Busto Arsizio βρίσκεται η Λίμνη Κόμο. Η Λίμνη Κόμο είναι μία από τις πιο γνωστές λίμνες της Ιταλίας και ειναι μια από τις μεγαλύτερες ορεινές λίμνες στην Ευρώπη. Βρίσκεται στη βόρεια Ιταλία, στην περιοχή της Λομβαρδίας, κοντά στα σύνορα με την Ελβετία.
Ο καιρός συνέχιζε να μου κάνει το χατήρι οπότε απόλαυσα μια απολαυστική διαδρομή κατα μήκους της δυτικής πλευράς της λίμνης μέχρι να φθάσω στη μικρή πόλη Menaggio. Στη πόλη Menaggio Θα μέινω για περίπου μισή ωρα ωστε να βγάλω κάποιες επίγειες αλλα και εναέριες φωτογραφίες με το μέρος να ειναι πραγματικά υπέροχο.
Αφήνοντας πίσω το ειδυλλιακό Menaggio και τη μαγευτική λίμνη Κόμο, η ανυπομονησία μου μεγάλωνε. Σειρά τώρα είχε ένα από τα πιο διάσημα και εμβληματικά περάσματα του κόσμου: το Passo Stelvio, ή όπως το αποκαλούν οι Ιταλοί, Passo dello Stelvio. Ένας προορισμός που κάθε λάτρης της μοτοσυκλέτας, των σπορ αυτοκινήτων ή απλά των εντυπωσιακών τοπίων έχει στη λίστα του.
Η διαδρομή μέχρι το Στέλβιο θα είναι πέρίπου 150 χιλιόμετρα με περίπου τρεις ώρες οδήγησης.
Μετά από μια απολαυστική διαδρομή, καθώς περνούσα το Bormio, παρατήρησα ότι δύο μοτοσυκλετιστές με ακολουθούσαν σταθερά. Οι ήχοι των κινητήρων τους μου κρατούσαν συντροφιά για αρκετά χιλιόμετρα, και από την πορεία τους φαινόταν ξεκάθαρα πως ο προορισμός μας ήταν κοινός: το Passo Stelvio.
Η διαδρομή γινόταν όλο και πιο απαιτητική, με τις στροφές να διαδέχονται η μία την άλλη και τα τοπία να κόβουν την ανάσα. Σε κάποιο σημείο, ακριβώς στη μέση μιας εντυπωσιακής στροφής, αποφάσισα να σταματήσω για μερικές φωτογραφίες. Η θέα ήταν μαγευτική, με τον δρόμο να ξετυλίγεται σαν φίδι ανάμεσα στις κορυφές. Σταμάτησα τη μηχανή μου σε μια μικρή άκρη του δρόμου, και δεν πέρασε πολλή ώρα πριν δω τους δύο μοτοσυκλετιστές να κάνουν το ίδιο.
Καθώς πλησίασαν, χαμογέλασαν και μου έκαναν νόημα χαιρετισμού. Ήταν δύο φίλοι από την Ισπανία, όπως μου είπαν στη σύντομη κουβέντα που ξεκινήσαμε. Είχαν ταξιδέψει για να συμμετάσχουν σε μια μεγάλη εκδήλωση μοτοσυκλετιστών, που λάμβανε χώρα εκείνες τις ημέρες.
Μοιραστήκαμε ιστορίες από τα ταξίδια μας και τις εμπειρίες μας στους δρόμους. Ήταν εντυπωσιακό το πώς η κοινή αγάπη για τη μοτοσυκλέτα μας ένωσε, ακόμα κι αν προερχόμασταν από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Ανταλλάξαμε αριθμούς τηλεφώνου και υποσχέσεις για μελλοντικές βόλτες. Μέχρι και σήμερα, έχουμε επικοινωνία και συχνά μιλάμε για εκείνη τη συνάντηση, αναπολώντας τη μοναδική ατμόσφαιρα του Stelvio.
Μετά από λίγη ώρα, αποφασίσαμε να συνεχίσουμε τη διαδρομή μας προς την κορυφή. Ήταν η στιγμή που οι δρόμοι μας θα χώριζαν, καθώς εκείνοι θα επέστρεφαν προς το Bormio, ενώ εγώ είχα σκοπό να συνεχίσω την περιπέτειά μου προς την Ελβετία.
Το Πέρασμα του Στέλβιο ειναι μια διαδρομή που κατα τη γνωμη μου πρέπει κάποιος να την πραγματοποιήσει εστω μια φορά στη ζωή του.
Είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά και δημοφιλή ορεινά περάσματα στον κόσμο. Βρίσκεται στις Ιταλικές Άλπεις, στη βόρεια Ιταλία, και αποτελεί μέρος του οροσειρικού συστήματος των Άλπεων της Ουρτούμπια.
Το Stelvio βρίσκεται σε υψόμετρο 2.758 μέτρων και είναι γνωστό για την εντυπωσιακή οδική διαδρομή που ακολουθεί. Η οδός περνά μέσα από καταπράσινα τοπία, καταφέρνοντας να αποτελέσει μια μοναδική σύνθεση φύσης και αρχιτεκτονικής. Η κατασκευή του δρόμου ξεκίνησε το 1820 και ολοκληρώθηκε το 1825, με την χρήση περίπου 2.500 εργατών.
Αποτελείται από 48 στροφές, με πολλές από αυτές να έχουν πολύ στενές ακτίνες στροφής, κάνοντάς το ένα από τα πιο προκλητικά και απαιτητικά τμήματα για τους οδηγούς. Το πέρασμα είναι επίσης γνωστό για τις μεγάλες αλλαγές υψομέτρου. Τα ευθεία τμήματα του δρόμου παρέχουν εκπληκτική θέα στο περιβάλλον και το τοπίο των Άλπεων.
Το πέρασμα Stelvio έχει γίνει προορισμός για πολλούς λάτρεις της ορεινής ποδηλασίας και του μοτοσικλετισμού. Επίσης, το Stelvio φιλοξενεί και έναν αγώνα αναβάσεων, το Giro d’Italia, ο οποίος είναι ένας από τους διάσημους αγώνες ποδηλασίας στον κόσμο.
Είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές οδικές διαδρομές στον κόσμο, που συνδυάζει την πρόκληση της οδήγησης με την ομορφιά του τοπίου των Άλπεων. Είναι ένας προορισμός που απολαμβάνουν οι ταξιδιώτες και οι λάτρεις της φύσης από όλο τον κόσμο.
Καθώς ξεκινούσα την κατάβαση από το Passo Stelvio, η αλλαγή στον καιρό ήταν εμφανής. Οι πρώτες ψιχάλες έκαναν την εμφάνισή τους, και ο ουρανός σκοτείνιασε ελαφρώς. Παρόλο που το τοπίο παρέμενε εντυπωσιακό, η βροχή που πλησίαζε με ανάγκασε να αναθεωρήσω τα σχέδιά μου. Το αρχικό πλάνο να διανυκτερεύσω σε ένα κάμπινγκ φαινόταν πλέον ανέφικτο, καθώς δεν ήθελα να ρισκάρω να στήνω τη σκηνή μέσα στη βροχή.
Συνεχίζοντας τη διαδρομή, το μυαλό μου δούλευε πυρετωδώς για την επόμενη κίνησή μου. Στο πρώτο βενζινάδικο που συνάντησα, έκανα στάση για ανεφοδιασμό. Εκεί βρήκα την ευκαιρία να ανοίξω την εφαρμογή Booking και να ψάξω για ένα κατάλυμα που να βρίσκεται σε κοντινή απόσταση. Ανάμεσα στις επιλογές, το Davos τράβηξε την προσοχή μου. Το όνομα από μόνο του φάνταζε δελεαστικό: μια διάσημη πόλη της Ελβετίας που φιλοξενεί το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ αλλά και γνωστή για την αλπική της ομορφιά.
Χωρίς πολλή σκέψη, έκλεισα ένα δωμάτιο στο Davos, που απείχε μόλις 70 χιλιόμετρα από το σημείο που βρισκόμουν. Ένας μικρός ανεφοδιασμός σε ενέργεια με ένα σνακ και μερικές γουλιές νερό ήταν αρκετά για να συνεχίσω.
Μετά απο μερικά χιλιόμετρα πέρασα στην πανέμορφη Ελβετία. Το σκηνικό άλλαξε αμέσως. Καταπράσινα λιβάδια αριστερα και δεξιά, ο δρόμος φανταστικός και ο καιρός ηλιόλουστος… αλλα όχι για πολύ.
Καθώς συνέχιζα την πορεία μου προς το Davos, το Flüela Pass βρισκόταν μπροστά μου, μια διαδρομή που είχα προσδοκίες να απολαύσω. Ωστόσο, τα κατάμαυρα σύννεφα που είχαν ήδη γεμίσει τον ουρανό προμήνυαν αυτό που θα ακολουθούσε. Με μια σύντομη στάση στην άκρη του δρόμου, φόρεσα τα αδιάβροχα μου, γνωρίζοντας ότι η βροχή θα ήταν αναπόφευκτη.
Η απόσταση που απέμενε μέχρι το Davos ήταν μόλις 27 χιλιόμετρα, αλλά αυτά τα χιλιόμετρα θα μου έμεναν αξέχαστα. Για 25 ολόκληρα χιλιόμετρα, η βροχή ήταν ασταμάτητη και έντονη, ίσως η πιο δυνατή που είχα συναντήσει σε όλο το ταξίδι. Οι σταγόνες έπεφταν πυκνές και δυνατές, γεμίζοντας το κράνος και τα γάντια μου με υγρασία, ενώ το τοπίο γύρω μου γινόταν ολοένα και πιο θολό από το νερό.
Η στεναχώρια μου, όμως, δεν ήταν για τη βροχή. Ήμουν καλά προετοιμασμένος και γνώριζα ότι τέτοια πράγματα είναι μέρος ενός ταξιδιού. Αυτό που πραγματικά με πείραξε ήταν ότι δεν μπόρεσα να απολαύσω το Flüela Pass όπως του άξιζε. Παρά τη βροχή, μπορούσα να διακρίνω μέσα από το θολό τζάμι του κράνους τα πανέμορφα τοπία που προσπαθούσαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους. Ψηλές κορυφές, σκιερά φαράγγια, και τα φιδωτά κομμάτια του δρόμου που χάνονταν μέσα στην ομίχλη έδιναν μια αίσθηση μυστηρίου και μεγαλοπρέπειας.
Ήξερα ότι το Flüela Pass ήταν μια μοναδική εμπειρία και σίγουρα αξίζει να το ξαναεπισκεφτώ σε πιο κατάλληλες συνθήκες. Με αυτή τη σκέψη, και παρά την καταρρακτώδη βροχή, η διάθεσή μου παρέμεινε αισιόδοξη. Έφτασα στο Davos βρεγμένος, αλλά με την ικανοποίηση ότι έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, ακόμη και σε δύσκολες καιρικές συνθήκες. Τα άλπικα περάσματα πάντα έχουν κάτι να σου προσφέρουν, ακόμη κι αν δεν μπορείς να τα δεις στο σύνολό τους.
Λίγο πριν φθάσω στο Davos έκανα μια μικρή στάση επάνω σε μια στροφή ωστε να βγάλω κάποιες φωτογραφίες. Το τοπίο πανέμορφο όπως θα παρατηρήσετε και στις φωτογραφίες.
Το Νταβός (Davos) είναι δήμος στο καντόνι Γκραουμπύντεν, νοτιοανατολική Ελβετία. Βρίσκεται επί του ποταμού Λαντβάσσερ στις ελβετικές Άλπεις. Κτισμένο σε υψόμετρο 1.560 μέτρων, είναι η ψηλότερη πόλη στην Ευρώπη και ένα από τα μεγαλύτερα χιονοδρομικά κέντρα της Ελβετίας. Το 2012 είχε 11.156 κατοίκους. Η πόλη φιλοξενεί το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, μια ετήσια συνάντηση πολιτικών και σημαντικών επιχειρηματιών από όλο το κόσμο.
Αφού έκανα μια μικρή βόλτα, κατευθύνθηκα προς το ξενοδοχείο. Μπορώ να πω πως μου άρεσε αρκετά το Davos αν και δεν ηταν στα σχέδια μου να μέινω εκεί αλλα το επέλεξα ως μια άμεση λύση λόγο καιρού.
Ξύπνησα στο Νταβός, ανάμεσα στις βουνοκορφές και το κρυστάλλινο αλπικό αέρα και με την ψυχολογία μου στα ύψη. Το φως του πρωινού έριχνε τις πρώτες χρυσές αποχρώσεις πάνω από τα αλπικά βουνά, σαν σκηνικό που περίμενε κάποιον να το διασχίσει.
Ήμουν μόνος, με την ατσάλινη συντροφιά της μοτοσικλέτας μου, έτοιμος να ξεκινήσω τη μέρα. Εκείνη τη στιγμή, ενώ φόρτωνα τα πράγματα μου , έρχεται ένας άνδρας και αρχίζει να με παρατηρεί. Γυρίζω, και αμέσως τον αναγνωρίζω – όχι από το πρόσωπο, αλλά από την αύρα του. Ήταν ένας από εμάς, ένας Έλληνας, που είχε αφήσει και αυτός τη χώρα όπου έμενε ( Γερμανία) για να έρθει εδώ, σε αυτόν τον άγνωστο και συνάμα μαγικό τόπο. Σταθήκαμε για λίγο δίπλα στη μοτοσικλέτα μου, ανταλλάσσοντας ιστορίες από την πατρίδα και μοιράζοντας ένα χαμόγελο που δεν είχε ανάγκη από συστάσεις. Δεν ξέρω πόση ώρα περάσαμε να μιλάμε – αλλά ήταν σαν να είχα βρει μια άγκυρα, έναν συμπορευτή σ’ αυτό το μοναχικό μου ταξίδι.
Μετά από λίγη ώρα, τον χαιρέτησα και άναψα τη μηχανή μου. Το ντεπόζιτο ήταν γεμάτο και ο δρόμος μπροστά μου απλωνόταν ατέλειωτος, σαν προσκλητήριο για περιπέτεια. Ο στόχος μου: το μικροσκοπικό Λιχτενστάιν, αυτή η λιλιπούτεια χώρα που παραμένει άγνωστη στους περισσότερους.
Η διαδρομή με τη μοτοσικλέτα με είχε οδηγήσει τελικά στο Λιχτενστάιν, ένα μικρό, σχεδόν μυθικό πριγκιπάτο που κουρνιάζει ανάμεσα στην Ελβετία και την Αυστρία. Σαν βγαλμένο από παραμύθι, το μέρος αυτό αναδύει μια αίσθηση παράδοσης και γαλήνης, εντυπωσιακά ήρεμο αλλά με την αυθεντική αίγλη που αποπνέει η αριστοκρατική του ιστορία.
Λίχτενσταϊν: Ένα Μαγευτικό Πριγκιπάτο στη Καρδιά των Άλπεων!
Αφήνοντας τη μηχανή μου στην είσοδο του Vaduz, της πρωτεύουσας, ξεκίνησα να περιπλανιέμαι στα γραφικά δρομάκια της πόλης. Τα λιγοστά μαγαζιά, οι ήσυχοι πεζόδρομοι και τα καλοδιατηρημένα κτίρια μου έδιναν την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε μια διαχρονική φούσκα, προστατευμένη από τον χρόνο και τις αλλαγές του. Καθώς ανέβαινα σε ένα μονοπάτι, το βλέμμα μου κατευθύνθηκε στον πιο επιβλητικό ορόσημο του τόπου: το Κάστρο του Vaduz, το σπίτι του πρίγκιπα.
Το κάστρο δέσποζε περήφανα στον λόφο. Από την υψηλή του θέση, μπορούσα να φανταστώ την αίσθηση να ξυπνάει κανείς και να αντικρίζει κάθε πρωί αυτή τη θέα στις κοιλάδες και τα βουνά που περιβάλλουν το πριγκιπάτο. Το κάστρο του Vaduz δεν είναι μόνο η κατοικία της πριγκιπικής οικογένειας του Λιχτενστάιν, αλλά και ένας συμβολικός τόπος, αδιάσπαστος συνδετικός κρίκος με το παρελθόν αυτού του μικρού έθνους.
Αφού έκανα την βόλτα μου, με τον κόσμο να είναι ελάχιστος, πέρασα απο ενα κατάστημα με αναμνηστικά στο οποίο σου σφραγίζουν το διαβατήριο με την σφραγίδα του Λίχτενσταιν. Στη συνέχεια έβγαλα κάποιες φωτογραφίες μπροστα απο ενα εντυπωσικό κτήριο. Οι τουρίστες που περνούν μπορεί να μην μπορούν να πουν σε τι χρησιμεύει αυτό το όμορφο και μεγάλο κτίριο, αλλά στην πραγματικότητα είναι το κτίριο του Εθνικού Κοινοβουλίου του Λιχτενστάϊν.
Έμεινα για λίγο εκεί πριν αποφασίσω να συνεχίσω το ταξίδι. Το Λιχτενστάιν με είχε συνεπάρει με την απλότητά του, τη γαλήνη του και την αίσθηση ότι σε κάθε γωνιά, κάθε βήμα, υπήρχε μια ιστορία που περίμενε να ειπωθεί. Αυτή η μέρα θα έμενε για πάντα χαραγμένη στη μνήμη μου, σαν ένα ταξίδι σε έναν κόσμο που μοιάζει τόσο μακρινός, κι όμως υπαρκτός – ένας τόπος όπου η ιστορία, η παράδοση και το σήμερα ενώνονται με τον πιο μαγικό τρόπο.
Αφού απόλαυσα έναν ζεστό καφέ με θέα την ήρεμη πόλη του Vaduz, ήταν η στιγμή να αποχαιρετήσω το Λιχτενστάιν και να συνεχίσω προς το επόμενο σκέλος του ταξιδιού μου. Ο προορισμός μου τώρα ήταν το διάσημο Furka Pass, ένας από τους πιο εντυπωσιακούς και γραφικούς δρόμους των Άλπεων.
Η πρώτη μου στάση ήταν σε ενα σημέιο του δρόμου όπου μου τράβηξε την προσοχή μια γέφυρα. Έβγαλα τη μηχανή μου από την άκρη του δρόμου και τράβηξα μερικές φωτογραφίες που έμοιαζαν να έχουν βγει από καρτ ποστάλ. Αυτές οι εικόνες – το πλάτωμα, οι πελώριοι όγκοι των Άλπεων και ο ουρανός – ήταν εικόνες που ήξερα ότι θα κουβαλάω μαζί μου για πολύ καιρό.
Καθώς ανέβαινα με τη μοτοσικλέτα, ο δρόμος άρχισε να στενεύει και να φιδιάζει, ξετυλίγοντας τις στροφές του σαν μυστικά που με προκαλούσαν να τα ανακαλύψω.
Η διαδρομή συνέχιζε να με οδηγεί σε στροφές και καμπύλες, κάθε μία πιο επιβλητική από την προηγούμενη, μέχρι που αντίκρισα τη φημισμένη στροφή του ξενοδοχείου Belvedere. Το παλιό αυτό ξενοδοχείο, με την κλασική, νοσταλγική του αρχιτεκτονική, δέσποζε σε μια από τις πιο δραματικές καμπύλες του Furka Pass, δίνοντας την εντύπωση πως έχει ριζώσει εκεί, αντιστεκόμενο στα στοιχεία της φύσης. Το σκηνικό ήταν βγαλμένο από ταινία – τα άγρια βουνά, οι παγωμένοι καταρράκτες και το ξενοδοχείο που έστεκε σχεδόν σαν φάρος μέσα στην απόλυτη ερημιά. Στάθηκα για λίγο, γεμάτος δέος, και έβγαλα μερικές ακόμα φωτογραφίες, αποτυπώνοντας την αίσθηση της απομόνωσης και του θαυμασμού που με είχε συνεπάρει.
Αφού πέρασα το Belvedere, η διαδρομή με οδήγησε ψηλότερα, προς το Grimsel Pass. Ο δρόμος μετέφερε με μαγευτικό τρόπο από τη μία πλευρά του βουνού στην άλλη, σαν ένα πέρασμα που ανοίγει πόρτες σε νέα τοπία, νέα συναισθήματα. Οι απότομες, γυμνές πλαγιές του Grimsel Pass και η αγριότητα του τοπίου μου έδιναν την αίσθηση ότι διέσχιζα τα όρια ενός άλλου κόσμου, όπου οι κορυφές αγγίζουν τον ουρανό και το τοπίο γίνεται όλο και πιο άγριο.
Κάθε νέα στροφή και στάση με έκανε να συνειδητοποιώ τη δύναμη της φύσης και το πόσο μικρός αισθάνεται κανείς μπροστά της. Οι Άλπεις δεν ήταν απλά το φόντο του ταξιδιού μου, ήταν ο ίδιος ο λόγος της περιπέτειας, μια υπενθύμιση ότι η ζωή βρίσκεται στις στιγμές, στην αίσθηση του αέρα στο πρόσωπο και στην ατελείωτη περιέργεια για το τι υπάρχει πέρα από την επόμενη στροφή. Το ταξίδι δεν είχε ολοκληρωθεί, αλλά η ψυχή μου ήταν ήδη γεμάτη, σαν να είχα βρει κάτι βαθύτερο – μια σύνδεση με τον κόσμο, με τον εαυτό μου και με το άγριο, πανέμορφο σύμπαν που ξεδιπλωνόταν μπροστά μου.
Καθώς κατηφόριζα τον δρόμο, η αίσθηση της περιπέτειας παρέμενε ζωντανή σε κάθε στροφή. Στάθηκα μία-δύο φορές να τσιμπήσω κάτι πρόχειρο και να πάρω δυνάμεις, ενώ δεν έχασα την ευκαιρία να τραβήξω κάποιες ακόμα φωτογραφίες. Ένα συγκεκριμένο σημείο πάνω στο το δρόμο, τράβηξε το ενδιαφέρον μου. Σαν φυσικό μπαλκόνι, το μέρος αυτό προσέφερε μια απέραντη θέα προς τις κοιλάδες που άνοιγαν στο βάθος. Με τα χρώματα του μεσημεριού να φωτίζουν τα πάντα γύρω, ήταν αδύνατο να μην σταματήσω και να αποτυπώσω αυτή τη στιγμή – μια σύνθεση από βουνά, ουρανό και φως.
Συνέχισα το δρόμο μου γεμάτος ανυπομονησία για τον τελικό προορισμό της ημέρας: το Lauterbrunnen. Ένας τόπος σχεδόν μυθικός, που μέχρι τότε είχα αντικρίσει μόνο σε φωτογραφίες και είχα ονειρευτεί να τον δω από κοντά. Το όνομα και μόνο είχε για μένα κάτι μαγικό, σαν να ανήκε σε έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο όπου η φύση κυριαρχεί και οι άνθρωποι είναι απλοί επισκέπτες στο μεγαλείο της.
Όσο πλησίαζα, το τοπίο άρχισε να αλλάζει. Οι ορεινές κοιλάδες έγιναν πιο πράσινες, και ο ουρανός, καθαρός και γαλάζιος, άφηνε τις αλπικές κορυφές να αγγίζουν τον ορίζοντα. Και τότε, μέσα από τα δέντρα και τους απόκρημνους βράχους, φάνηκε ο καταρράκτης του Staubbach, σαν μια λευκή κορδέλα που έπεφτε από τον ουρανό. Το νερό κυλούσε απαλά, σαν να αιωρείται για λίγο στον αέρα πριν πέσει στη γη, δημιουργώντας μια σχεδόν αιθέρια σκηνή. Αυτή η εικόνα ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακή από ό,τι φανταζόμουν.
Lauterbrunnen: Η Κοιλάδα των 72 Καταρρακτών και των Ζωντανών Θρύλων!
Στάθηκα εκεί, κοιτώντας με δέος τον καταρράκτη και την κοιλάδα που απλωνόταν από κάτω του. Το Lauterbrunnen είναι διάσημο όχι μόνο για τη φυσική του ομορφιά, αλλά και για την αίσθηση γαλήνης που αποπνέει. Οι επιβλητικοί βράχοι που περιβάλλουν το μέρος δημιουργούν ένα φυσικό τείχος προστασίας, δίνοντας την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας. Η κοιλάδα, με τα πράσινα λιβάδια και τα ξύλινα σπίτια, έμοιαζε σαν από καρτ ποστάλ – ένα μέρος που δεν φαίνεται πραγματικό.
Το Lauterbrunnen ήταν όλα όσα είχα ονειρευτεί και ακόμα περισσότερα. Ένα μέρος όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει και η φύση έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο. Καθώς καθόμουν σε ένα μικρό ξύλινο παγκάκι με θέα τον καταρράκτη, σκέφτηκα πως η ομορφιά του ταξιδιού δεν βρίσκεται μόνο στους προορισμούς, αλλά και στις στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις πραγματικά ζωντανός – και το Lauterbrunnen ήταν ακριβώς μια τέτοια στιγμή.
Το κατάλυμα που έκλεισα κόστισε 35 ευρω. Ήταν ενα hostel. H αλήθεια ειναι πως δεν είχα μείνει πάλι σε hostel, αλλα η βιασύνη για να το κλείσω δεν με άφησε να παρατηρήσω αυτό το S που κανει τη διαφορά του hotel απο το hoStel. Η εμπειρία ήταν αρκετά καλή. Στο δωμάτιο ήταν άλλα 4 ατομα, νέα σε ηλικία με τα οποία ξεκινήσαμε να μιλάμε και να λέμε πως βρεθήκαμε εδώ και ποιά θα ειναι η συνέχεια του ταξιδιού μας.
Στη συνέχεια ανέβηκα στη μηχανή και πήγα μια μικρή βόλτα μέχρι την άλλη άκρη του Lauterbrunnen. Καθώς προχωρούσα συνάντησα τον καταράκτη Murrenbachfall όπου ύμφωνα με μελέτες του 2009, ο καταρράκτης Mürrenbach θεωρείται ο ψηλότερος καταρράκτης στην Ελβετία με πτώση 417 μέτρων. Επίσης λίγα μέτρα πιο πέρα υπήρχαν κάποια ελικόπτερα όπου σε πήγαιναν στους παγετώνες. Κάποια στιγμή στο μέλλον ισως το δοκιμάσω και αυτο 🙂
Καθώς προχωρούσα στον μικρό δρόμο που οδηγούσε στο χωριό, σταμάτησα ξανά για μερικές ακόμα φωτογραφίες. Αλλά η αλήθεια είναι πως καμία φωτογραφία δεν μπορούσε να αποτυπώσει τη μαγεία του τοπίου και την αίσθηση ότι κάθε στοιχείο – η γη, το νερό, ο αέρας – συνυπάρχει εδώ σε μια τέλεια αρμονία.
Καθώς το απόγευμα κυλούσε, το φως άρχισε να ξεθωριάζει και μια σκοτεινή, μυστηριώδης ατμόσφαιρα άρχισε να τυλίγει την κοιλάδα. Σύννεφα μαζεύονταν πάνω από τις κορυφές των βουνών, και ένας ελαφρύς αέρας άρχισε να φέρνει τη μυρωδιά της βροχής. Σε λίγο, οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να πέφτουν, μαλακές και αθόρυβες στην αρχή, μέχρι που ο ουρανός άνοιξε, και η βροχή άρχισε να πέφτει με περισσότερη ένταση, λούζοντας το τοπίο.
Το σκηνικό άλλαξε εντελώς, μα η ομορφιά του παρέμεινε – απλώς μεταμορφώθηκε. Το Lauterbrunnen, τώρα βρεγμένο και σιωπηλό, είχε πάρει μια πιο σαγηνευτική, σχεδόν ονειρική μορφή.
Επέστρεψα στο κατάλυμα, το οποίο στεκόταν σαν ζεστή φωλιά στη μέση του βρεγμένου τοπίου. Με ένα φλιτζάνι ζεστό τσάι στο χέρι, βγήκα έξω και κάθισα σε κάποια τραπεζάκια που είχε, παρακολουθώντας τη βροχή να πέφτει ασταμάτητα, γεμίζοντας τον αέρα με ήχους και μυρωδιές που σε γαληνεύουν. Το τρυφερό ψιθύρισμα της βροχής πάνω στα φύλλα και στο υπόστεγο του καταλύματος είχε κάτι μαγευτικό, έναν ρυθμό που σε έκανε να θέλεις να ακούς για ώρες.
Η βροχή είχε τυλίξει όλο το τοπίο σαν να το αγκάλιαζε, προσθέτοντας μια άλλη διάσταση στην ήδη απόκοσμη ομορφιά του Lauterbrunnen. Καθισμένος εκεί, με το τσάι να ζεσταίνει τα χέρια μου, ένιωθα ένα μοναδικό αίσθημα ευγνωμοσύνης. Ήμουν σε ένα μέρος που πάντα ήθελα να επισκεφτώ, και η βροχή αυτή μου χάρισε μια ακόμα πλευρά της ομορφιάς του που δεν φανταζόμουν πως θα ζήσω.
Το επόμενο πρωί, ξύπνησα από τον ήχο της βροχής που είχε πλέον σταματήσει, αφήνοντας πίσω της έναν φρέσκο, καθαρό αέρα. Ο ήλιος ανέτειλε αργά πίσω από τις κορυφές, και μια λεπτή ομίχλη τύλιγε ακόμα την κοιλάδα του Lauterbrunnen, σαν ένα πέπλο μυστηρίου που εξατμιζόταν σιγά σιγά. Με το πρώτο φως της ημέρας, ετοίμασα τη μηχανή και μάζεψα τα πράγματά μου, γεμάτος ανυπομονησία για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού.
Στόχος μου ήταν να κατευθυνθώ προς την πόλη Thun, περνώντας από έναν ακόμα υπέροχο δρόμο της Ελβετίας, αυτή τη φορά με την απόλυτη παρέα της λίμνης Thunersee που θα απλωνόταν δίπλα μου στη διαδρομή. Το να οδηγείς δίπλα από μια λίμνη, ειδικά σε ένα τοπίο σαν αυτό, είναι μια εμπειρία που ενώνει τη φύση με την ελευθερία του ταξιδιού.
Η διαδρομή ήταν μια απόλαυση για όλες τις αισθήσεις. Οι μυρωδιές της φύσης, η θέα της λίμνης που αντανακλούσε το γαλάζιο του ουρανού και η χαλαρή αίσθηση του δρόμου με έκαναν να θέλω να οδηγήσω πιο αργά, να απολαύσω κάθε στιγμή και κάθε καμπύλη. Κάθε στροφή και κάθε ευθεία αποκάλυπταν κι άλλες εικόνες – μικρές παραλίες, δέντρα που φύτρωναν στις όχθες και μονοπάτια που χάνονταν μέσα στο δάσος.
Η διαδρομή από το Lauterbrunnen μέχρι την Thun με είχε γεμίσει εικόνες, αισθήσεις και συναισθήματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Και καθώς έφτανα στην πόλη, σκέφτηκα πως αυτό το ταξίδι δεν ήταν απλώς ένα road trip· ήταν μια ανακάλυψη. Κάθε στροφή, κάθε λίμνη, κάθε βουνό, ήταν σαν να αποκάλυπτε κι από ένα μυστικό, κάνοντάς με να συνειδητοποιώ πόσο βαθιά μπορεί να επηρεάσει η φύση και η περιπέτεια την ψυχή ενός ταξιδιώτη.
Στην πόλη Thun, αποφάσισα να κάνω μια σύντομη στάση – αρκετή για έναν καφέ και μια μικρή βόλτα σε ένα μέρος που είχα βάλει στο μάτι από πριν: το Schadau-Park. Παρά το σύντομο πέρασμα, ήξερα πως αυτή η πόλη έκρυβε μια ιδιαίτερη γοητεία που δεν ήθελα να χάσω.
Περνώντας από ένα μικρό καφέ με τραπέζια απλωμένα κοντά στον ποταμό, κάθισα και παράγγειλα έναν καφέ, ρίχνοντας κλεφτές ματιές προς το κάστρο που υψωνόταν στο βάθος, σαν σιωπηλός παρατηρητής της πόλης. Η εικόνα του πύργου, με τους χοντρούς τοίχους και τα μεσαιωνικά του χαρακτηριστικά, έφερνε στη φαντασία εικόνες από άλλες εποχές, γεμάτες μυστικά και ιστορίες. Ηρεμία και μια απαλή οικειότητα πλημμύριζαν την ατμόσφαιρα, δίνοντάς μου το αίσθημα πως η Thun είναι μια πόλη φτιαγμένη για χαλαρές στιγμές και όμορφες αναμνήσεις.
Μόλις τελείωσα τον καφέ μου, κατευθύνθηκα προς τον Schadau-Park, έναν καταπράσινο χώρο λίγο έξω από το κέντρο, που απλώνεται στις όχθες της λίμνης Thunersee. Το πάρκο ήταν μια μικρή όαση με μονοπάτια που οδηγούσαν σε όμορφες, ήσυχες γωνιές, περιτριγυρισμένες από δέντρα και λουλούδια που έδιναν μια πινελιά χρώματος στο καταπράσινο τοπίο.
Στην καρδιά του πάρκου δεσπόζει το Schadau Castle, ένα επιβλητικό κτίριο με αρχιτεκτονική που θυμίζει κάτι από τα παραμύθια. Το κάστρο, με τις αιχμηρές κορυφές και τα μεγάλα παράθυρα, είναι τώρα ένα πολυτελές ξενοδοχείο που έχει διατηρήσει την αρχοντιά και τη λάμψη μιας άλλης εποχής. Το να στέκομαι εκεί, μπροστά από το Schadau, και να κοιτάζω τη λίμνη, ήταν σαν να βρίσκομαι μέσα σε μια κινηματογραφική σκηνή, με κάθε λεπτομέρεια γύρω μου να μοιάζει επιμελημένη και σχεδόν εξωπραγματική.
Βγήκα σε ένα μικρό μπαλκόνι του πάρκου, ακριβώς μπροστά από το κάστρο, και απόλαυσα τη θέα προς τη λίμνη και τα βουνά στο βάθος, που διακρίνονταν απαλά πίσω από έναν πέπλο από σύννεφα. Τα νερά της λίμνης απλώνονταν ήρεμα μπροστά μου, και η εικόνα τους, σε συνδυασμό με το εντυπωσιακό κτίριο του κάστρου, ήταν κάτι που έμοιαζε βγαλμένο από σελίδες ενός παραμυθιού.
Αν και η Thun θα μπορούσε εύκολα να με κρατήσει για ώρες, ήξερα πως το ταξίδι έπρεπε να συνεχιστεί. Έτσι, αφήνοντας πίσω το Schadau-Park και το κάστρο, ένιωθα ευγνώμων για την ευκαιρία να ζήσω και αυτή τη στιγμή, μια μικρή παρένθεση ομορφιάς και ηρεμίας μέσα σε ένα ταξίδι γεμάτο έντονες εικόνες και συναρπαστικές διαδρομές. Και με κάθε νέα εμπειρία, η Ελβετία αποκαλυπτόταν όλο και πιο πολύ, δείχνοντας πόσο ποικιλόμορφη, γοητευτική και απρόβλεπτη μπορεί να είναι.
Αφήνοντας πίσω μου την Thun, κατευθύνθηκα με ενθουσιασμό προς το Kandersteg, έναν μικρό παράδεισο στις Άλπεις, γνωστό για τη φημισμένη λίμνη Oeschinen. Η διαδρομή διαρκούσε μόλις σαράντα λεπτά. Οι δρόμοι συνέχιζαν να κυλούν ανάμεσα σε πανύψηλα δάση και πράσινα λιβάδια, με τα βουνά να ορθώνονται γύρω σαν σιωπηλοί γίγαντες που προστάτευαν αυτό το μαγευτικό τοπίο.
Λίμνη Oeschinen: Το Αλπικό Θαύμα που Καθρεφτίζει τον Παράδεισο!
Όταν έφτασα στο Kandersteg, η λίμνη με περίμενε ψηλά, σχεδόν κρυμμένη ανάμεσα στις βουνοκορφές. Για να τη φτάσω, αποφάσισα να πάρω το τελεφερίκ, το οποίο κόστιζε περίπου 30 ευρώ, αλλά ένιωθα πως άξιζε κάθε λεπτό και κάθε σεντ. Με τον χρόνο να με πιέζει, αυτή η επιλογή ήταν η καλύτερη, αν και σίγουρα θα ήθελα κάποτε να επιστρέψω και να κάνω την πλήρη πεζοπορία μέχρι την κορυφή.
Το τελεφερίκ άρχισε να ανεβαίνει αργά, προσφέροντάς μου απλόχερα μια πανοραμική θέα του Kandersteg και των βουνών που υψώνονταν γύρω του. Το άγριο τοπίο της περιοχής ήταν συναρπαστικό – πυκνά δάση που εκτείνονταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι και απότομα βράχια που υψώνονταν σαν φυσικοί πύργοι στις πλαγιές. Ένιωθα ότι ανέβαινα σε έναν άλλο κόσμο, μακριά από κάθε τι γνώριμο.
Μόλις κατέβηκα από το τελεφερίκ, ξεκίνησα την πεζοπορία. Το μονοπάτι που οδηγούσε στη λίμνη ήταν αρκετά βατό και δεν χρειαζόταν πολύ κόπο, αλλά η διαδρομή ήταν τόσο όμορφη που δεν ήθελα να βιαστώ. Το μονοπάτι περνούσε ανάμεσα σε πεύκα και οξιές, με κάθε τόσο μικρά ξέφωτα που αποκάλυπταν την εντυπωσιακή θέα προς τις κορυφές και τα βράχια που απλώνονταν στο βάθος.
Και τότε, μετά από περίπου μισή ώρα περπάτημα, βρέθηκα μπροστά της: η λίμνη Oeschinen, ένας παράδεισος σμιλεμένος από τον χρόνο και τη φύση. Τα κρυστάλλινα, γαλαζοπράσινα νερά της απλώνονταν μπροστά μου σαν ένας καθρέφτης, αντανακλώντας τις πανύψηλες, χιονισμένες κορυφές και τα δάση που την περιέβαλλαν. Ήταν σαν να βρισκόμουν μπροστά σε μια καρτ-ποστάλ, αλλά καμία φωτογραφία δε θα μπορούσε να αποτυπώσει τη γαλήνη και το δέος της στιγμής.
Η λίμνη Oeschinen είχε μια μαγική ηρεμία, σαν ένα μυστικό της φύσης κρυμμένο από τον θόρυβο και την ένταση του κόσμου. Καθισμένος στην όχθη, ένιωσα ότι ο χρόνος σταμάτησε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το απαλό κύμα των νερών και το αεράκι που έπαιζε με τα κλαδιά των δέντρων γύρω μου. Για λίγο, ξέχασα τα πάντα και ένιωσα απόλυτα συνδεδεμένος με αυτό το τοπίο, σαν να ήταν κι εκείνο μέρος του ταξιδιού μου, και εγώ μέρος της ομορφιάς του.
Η λίμνη Oeschinen δεν ήταν απλώς μια όμορφη λίμνη· ήταν η κορύφωση του ταξιδιού, το μέρος όπου η φύση αποκάλυπτε τα πιο βαθιά και γνήσια χρώματά της. Έμεινα εκεί όσο μου επέτρεπε ο χρόνος, απορροφώντας κάθε στιγμή, κάθε ανάσα, με την αίσθηση πως αυτή η εικόνα θα με συντροφεύει για πάντα.
Αφού χόρτασα από την ομορφιά της λίμνης Oeschinen και αποχαιρέτησα αυτό το μαγικό τοπίο, ήρθε η στιγμή να συνεχίσω το ταξίδι. Ο επόμενος προορισμός μου ήταν το χωριό Brig, και ήμουν ενθουσιασμένος για τον τρόπο που θα πήγαινα εκεί. Αντί για μια ακόμη μακρά διαδρομή στον δρόμο, ανακάλυψα μια μοναδική εναλλακτική: να μεταφέρω τη μηχανή μου… μέσω τρένου!
Η εμπειρία φαινόταν απόλυτα ασυνήθιστη και συναρπαστική, κάτι που δεν είχα ποτέ φανταστεί. Για μόλις 12 ευρώ, το τρένο θα με μετέφερε μαζί με τη μηχανή σε ειδικά βαγόνια, διασχίζοντας την απόσταση μέχρι το Lötschberg σε μόλις 30 λεπτά – μια τεράστια εξοικονόμηση χρόνου σε σχέση με τις 3 ώρες οδήγησης που θα χρειαζόταν διαφορετικά. Ένα τρένο για μηχανές και αυτοκίνητα! Η ιδέα και μόνο ήταν αρκετή για να με γεμίσει ανυπομονησία, και ήξερα πως αυτή η εμπειρία θα ήταν κάτι πραγματικά ξεχωριστό.
Φτάνοντας στον σταθμό, είδα τα ειδικά βαγόνια να περιμένουν, σχεδιασμένα ώστε να φιλοξενούν μηχανές και αυτοκίνητα. Η διαδικασία φόρτωσης ήταν απλή και οργανωμένη. Αφού τοποθέτησα τη μηχανή με ασφάλεια στο ειδικό βαγόνι περίμενα με ανυπομονησία να ξεκινήσει.
Το τρένο ξεκίνησε, και με το πρώτο τράνταγμα, είχα ήδη παραδοθεί στη μαγεία της στιγμής. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο, όπου το τοπίο κυλούσε μπροστά μου με τρόπο ονειρικό.
Η εμπειρία αυτή με άφησε άφωνο. Ήταν πρωτόγνωρη και άκρως μαγευτική. Καθώς περνούσαμε από ένα τούνελ που φαινόταν ατελείωτο, η διαδρομή έμοιαζε με ένα πέρασμα σε άλλο κόσμο. Λίγο πριν το τέλος, το φως από την άλλη πλευρά εμφανίστηκε και, σιγά σιγά, ξεπροβάλαμε από τις σκιές. Το Lotschberg απλωνόταν μπροστά μας, περιτριγυρισμένο από βουνά και έναν ουρανό που είχε πάρει γαλήνια χρώματα καθώς πλησίαζε το απόγευμα.
Όταν το τρένο σταμάτησε, κατέβηκα και ξεφόρτωσα τη μηχανή με ένα χαμόγελο που δεν μπορούσα να συγκρατήσω. Δεν ήταν μόνο η πρακτικότητα της μεταφοράς, ήταν η αίσθηση πως έζησα μια από τις πιο αυθεντικές εμπειρίες των ελβετικών Άλπεων,
Μετά από μια σύντομη διαδρομή περίπου 15 λεπτών μέσα από τους ήσυχους δρόμους, έφτασα στο σημείο όπου με περίμενε ο ξάδερφός μου. Το σχέδιο ήταν απλό: χαλαρό απόγευμα και μια νύχτα ξεκούρασης, καθώς την επόμενη ημέρα θα έφευγα για το επόμενο κεφάλαιο του ταξιδιού μου – και το ενθουσιώδες όριο μιας νέας χώρας.
Στο σαλόνι του σπιτιού του, με θέα τα βουνά που χανόντουσαν στο βάθος καθώς ο ήλιος έπεφτε, απολαύσαμε έναν καφέ, φάγαμε και κουβεντιάσαμε. Η απλή αυτή στιγμή, μέσα στην ηρεμία του τοπίου, μου έδωσε την ευκαιρία να αναλογιστώ το ταξίδι μέχρι τώρα – τις απέραντες λίμνες, τα απόκρημνα βουνά και τις εκπλήξεις που μου είχε επιφυλάξει η διαδρομή.
Μετά τον καφέ, απολαύσαμε ένα ποτό σε ένα μικρό μπαρ της πόλης, και η αίσθηση ότι ήμουν στην καρδιά της Ευρώπης –σ’ ένα ταξίδι γεμάτο εμπειρίες και νέες ανακαλύψεις– με πλημμύρισε με ανυπομονησία για το επόμενο κεφάλαιο.
Καθώς η νύχτα προχωρούσε, ηταν ώρα για ξεκούραση. Ξαπλωμένος, σκεφτόμουν τις εικόνες που είχα δει: τις στροφές στα βουνά, την αίσθηση του ανέμου καθώς ανέβαινα με τη μηχανή, τα χωριά που ξεπρόβαλλαν σαν μικρά διαμάντια μέσα στο απέραντο πράσινο. Και η αυριανή μέρα υποσχόταν περισσότερα.
Η Γαλλία με περίμενε στην άλλη πλευρά των συνόρων, και ήμουν έτοιμος να την ανακαλύψω.
Το πρωινό ξημέρωμα στο Brig ήταν δροσερό και ήρεμο.
Μετά από έναν ζεστό καφέ και ένα γρήγορο πρωινό, φόρτωσα ξανά τα πράγματά μου στη μηχανή και, με έναν τελευταίο αποχαιρετισμό στον ξάδερφό μου, ξεκίνησα για το επόμενο σκέλος του ταξιδιού – αυτή τη φορά, με κατεύθυνση τις γαλλικές Άλπεις.
Αφήνοντας το Brig πίσω μου και μπαίνοντας στον αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση το Thonon-les-Bains, μια αίσθηση ανυπομονησίας άρχισε να με κατακλύζει. Το Thonon-les-Bains, που βρίσκεται στις όχθες της λίμνης Λεμάν, δεν είναι μόνο ένας πανέμορφος προορισμός· είναι και το σημείο εκκίνησης μιας από τις πιο εντυπωσιακές και άγνωστες σε πολλούς διαδρομές των γαλλικών Άλπεων, τη θρυλική Route des Grandes Alpes. Ένας δρόμος που διασχίζει την καρδιά των Άλπεων και περνά από μερικά από τα πιο μαγευτικά περάσματα της Γαλλίας.
Η ιδέα να δοκιμάσω αυτήν τη διαδρομή, είτε ολόκληρη είτε σε ένα μεγάλο μέρος της, ήταν από καιρό στο μυαλό μου. Η Route des Grandes Alpes είναι μια διαδρομή που δεν υπόσχεται μόνο όμορφα τοπία, αλλά και μια πλήρη εμπειρία των γαλλικών Άλπεων – από τις απαλές πλαγιές μέχρι τα πιο απόκρημνα περάσματα, με θέα που σε κάνει να νιώθεις μικρός μπροστά στη μεγαλοπρέπεια της φύσης.
Ο καιρός φαινόταν απρόβλεπτος στην αρχή – σύννεφα μαζεύονταν απειλητικά στον ουρανό, προσθέτοντας έναν τόνο μυστηρίου και αβεβαιότητας στο ταξίδι. Ωστόσο, η αίσθηση της περιπέτειας μού έδινε θάρρος, και έλπιζα πως ο καιρός θα ήταν τελικά σύμμαχός μου. Φτάνοντας στο Thonon-les-Bains, η πόλη είχε μια ήρεμη, παραθαλάσσια αύρα. Πριν ξεκινήσω, έκανα μια μικρή βόλτα για να βρω το σύμβολο που σηματοδοτεί την έναρξη της Route des Grandes Alpes. Σ’ ένα λιτό αλλά ιδιαίτερο σημείο της πόλης, το σύμβολο αυτό –χαραγμένο σε μια πλάκα με υπερηφάνεια– αναγγέλλει την αρχή της περιπέτειας που με περιμένει.
Με την αναμνηστική φωτογραφία στο πλευρό του συμβόλου και την αδρεναλίνη να με κατακλύζει, ξεκινάω να κατακτήσω τον δρόμο. Η Route des Grandes Alpes ξεδιπλώνεται μπροστά μου, με τις πρώτες στροφές να με οδηγούν σιγά-σιγά σε πιο απομακρυσμένα και ορεινά τοπία. Η αίσθηση της ελευθερίας είναι απόλυτη: η μηχανή βρυχάται κάτω από τα πόδια μου, ο δρόμος ανοιχτός και μαγευτικός μπροστά μου, και τα τοπία γύρω μου γεμάτα με την ομορφιά της αγνής φύσης.
Καθώς προχωρώ, οι συνθήκες βελτιώνονται – τα σύννεφα ανοίγουν και ο ήλιος αρχίζει να εμφανίζεται, φωτίζοντας τις κορυφές των βουνών και προσθέτοντας χρυσές πινελιές στο τοπίο. Ξέρω πως αυτή η διαδρομή θα είναι από τις πιο αξέχαστες της ζωής μου.
Route des Grandes Alpes: Το Επικό Οδοιπορικό στις Κορυφές των Γαλλικών Άλπεων!
Με τον ανεφοδιασμό ολοκληρωμένο, και τη μηχανή γεμάτη καύσιμα και έτοιμη για την πρόκληση, βάζω πλώρη για το πρώτο μισό της διαδρομής. Ο δρόμος ξεκινά ήρεμα, περνώντας μέσα από χωριά και μικρές κοιλάδες, με τα βουνά να αρχίζουν σιγά-σιγά να ορθώνονται γύρω μου. Τα τοπία είναι ειδυλλιακά, με πλούσια βλάστηση, παραδοσιακά γαλλικά σπίτια και ποταμάκια που κυλούν ανάμεσα από πέτρινες γέφυρες.
Ωστόσο, καθώς προχωρώ και αφήνω πίσω μου τις πρώτες πλαγιές, το σκηνικό αλλάζει – και το ξέρω καλά, η αληθινή μαγεία με περιμένει στο δεύτερο μισό της Route des Grandes Alpes. Ο δρόμος ανηφορίζει προς τα ψηλότερα περάσματα, και η αίσθηση πως βρίσκομαι σε μια από τις κορυφαίες διαδρομές της Ευρώπης γίνεται ακόμα πιο έντονη. Καθώς μπαίνω στις πιο απόκρημνες περιοχές, το τοπίο αποκτά μια άγρια και απόκοσμη ομορφιά.
Βγαίνω σε σημεία όπου ο δρόμος κυριολεκτικά “αιωρείται” πάνω από γκρεμούς, με θέα που κόβει την ανάσα και τα σύννεφα να περνούν ξυστά από τις πλαγιές. Οι στάσεις μου γίνονται συχνές, με την κάμερα να αποτυπώνει τις στιγμές που μοιάζουν να ανήκουν σε άλλο κόσμο. Το σκοτεινό τούνελ στο βάθος μιας πλαγιάς, τα μικρά πέτρινα γεφυράκια που στέκουν πάνω από ορμητικά ρυάκια και τα ψηλά περάσματα, όπου μπορείς να δεις δεκάδες χιλιόμετρα μακριά, συνθέτουν ένα σκηνικό που θυμίζει κινηματογραφική ταινία.
Η πρώτη στάση της ημέρας θα γίνει στο Col de la Colombière, ένα από τα πιο γνωστά περάσματα στις γαλλικές Άλπεις. Ο δρόμος, γεμάτος στροφές και με αρκετή ανηφόρα, υπόσχεται εκπληκτική θέα σε κάθε του σημείο. Καθώς πλησιάζεις στην κορυφή, τα τοπία γίνονται ολοένα και πιο εντυπωσιακά: από τη μία πλευρά, καταπράσινες πλαγιές, και από την άλλη, βραχώδεις κορυφές που υψώνονται επιβλητικά.
Το Col de la Colombière είναι διάσημο και από τον Γύρο της Γαλλίας (Tour de France), γεγονός που το καθιστά αγαπημένο προορισμό τόσο για ποδηλάτες όσο και για μοτοσικλετιστές. Στην κορυφή, υπάρχει συνήθως χώρος για στάθμευση, όπου μπορείς να απολαύσεις τη θέα και να πάρεις μερικές βαθιές ανάσες καθαρού, ορεινού αέρα.
Έκανα μια μικρή στάση για φωτογραφίες και να απολαύσω τη γαλήνη του τοπίου.
Στην καρδιά των βουνών, το ύψος και η απόσταση από τον πολιτισμό μου δίνουν μια σπάνια αίσθηση ελευθερίας, σχεδόν μοναχικότητας, που δύσκολα περιγράφεται. Μοιάζω να κινούμαι ανάμεσα από τα σύννεφα, με τον ήχο του κινητήρα να διακόπτει στιγμιαία τη σιωπή των Άλπεων, θυμίζοντάς με ότι είμαι πραγματικά εδώ, πάνω σ’ αυτόν τον θρυλικό δρόμο.
Κάποια στιγμή, η Route des Grandes Alpes συναντά έναν αυτοκινητόδρομο, και εκεί αποφασίζω να αλλάξω λίγο τη ροή της διαδρομής μου, επιλέγοντας να περάσω μέσα από ένα τούνελ που είχα ακούσει πολλά. Αυτό το τούνελ, που εκτείνεται σε μήκος 13 χιλιομέτρων, είναι το μεγαλύτερο που έχω διασχίσει ποτέ. Η διαδρομή μέσα του μοιάζει να μην τελειώνει – ένα μακρύ, απόκοσμο πέρασμα, όπου το φως της ημέρας μοιάζει σχεδόν να εξαφανίζεται.
Κάθε χιλιόμετρο έχει μια μοναδική, υποβλητική ατμόσφαιρα, και με την ηχώ της μηχανής να γεμίζει τους τοίχους, νιώθω σαν να βρίσκομαι σε άλλη διάσταση. Το τούνελ αυτό, αν και ακριβό (31 ευρώ για τη διέλευση), είναι μια εμπειρία από μόνο του, μια σύγχρονη «σπηλιά» που συνδέει δύο κόσμους – τις περιοχές που περικλείονται από τα βουνά της Γαλλίας, και τα απέραντα τοπία που ανοίγονται μπροστά μου στην έξοδο.
Βγαίνοντας από το τούνελ, θα πραγματοποιήσω μια πραγματικά όμορφη διαδρομή μεσα απο τα βουνά των Γαλλικών Άλπεων
Ένα ακόμα πέρασμα που με περίμενε στη διαδρομή ήταν το Col de l’Échelle, ένα λιγότερο γνωστό αλλά εξίσου όμορφο πέρασμα στις γαλλικές Άλπεις. Σε υψόμετρο περίπου 1762 μέτρων, το Col de l’Échelle φημίζεται για την ήρεμη και γραφική του διαδρομή, σε αντίθεση με τα πιο “έντονα” περάσματα που βρίσκονται στη γύρω περιοχή.
Η διαδρομή προς το πέρασμα είναι αρκετά ομαλή, με τον δρόμο να περιβάλλεται από πυκνά δάση, αλπικά λιβάδια, και εντυπωσιακές βραχώδεις πλαγιές. Καθώς οδηγούσα, η ηρεμία του τοπίου σε συνδυασμό με την ελαφριά δροσιά του υψομέτρου δημιουργούσε μια μοναδική αίσθηση χαλάρωσης. Αυτό το πέρασμα, αν και μικρότερο σε μήκος σε σχέση με άλλα της περιοχής, προσφέρει υπέροχη θέα και είναι ιδανικό για όσους αγαπούν τις πιο “ήπιες” αλπικές διαδρομές.
Στη συνέχεια ο δρόμος με οδηγεί προς το Briançon, την πόλη όπου έχω προγραμματίσει να διανυκτερεύσω. Το Briançon, χτισμένο σε μεγάλο υψόμετρο και φημισμένο για το ιστορικό του φρούριο, είναι μια από τις υψηλότερες πόλεις της Ευρώπης και αναδίδει έναν αέρα αυθεντικότητας και ορεινής γοητείας. Στενά, πλακόστρωτα δρομάκια, παλιά κτίρια με πολύχρωμες προσόψεις και η επιβλητική παρουσία των τειχών του φρουρίου δημιουργούν μια εικόνα που σε ταξιδεύει σε άλλες εποχές.
Το Briançon είναι μια ιστορική και ιδιαίτερη πόλη στις γαλλικές Άλπεις, κοντά στα σύνορα με την Ιταλία, και είναι γνωστή ως μία από τις υψηλότερες πόλεις της Ευρώπης, με υψόμετρο περίπου στα 1.326 μέτρα. Πρόκειται για μια πόλη με πλούσια ιστορία και αρχιτεκτονική κληρονομιά, που φέρει τα σημάδια της στρατηγικής της σημασίας. Το κέντρο του Briançon περιβάλλεται από οχυρωματικά τείχη και φρούρια, σχεδιασμένα από τον στρατιωτικό μηχανικό Vauban τον 17ο αιώνα, με σκοπό να προστατέψουν την πόλη από τις εισβολές.
Η παλιά πόλη, γνωστή ως Ville Haute, έχει στενά, πλακόστρωτα δρομάκια και γραφικά κτίρια με χαρακτηριστικές πολύχρωμες προσόψεις. Τα καλοδιατηρημένα οχυρά της, όπως το Fort des Trois Têtes και το Fort Dauphin, αποτελούν Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO και προσφέρουν μοναδική θέα στις κοιλάδες και τις χιονισμένες κορυφές των Άλπεων.
Επιπλέον, το Briançon είναι γνωστό και ως προορισμός για χειμερινά σπορ, αφού βρίσκεται κοντά στο δημοφιλές χιονοδρομικό κέντρο του Serre Chevalier, καθώς και για δραστηριότητες όπως πεζοπορία και ποδηλασία το καλοκαίρι. Με την ιδιαίτερη φυσική ομορφιά και την ιστορική της αύρα, η πόλη προσελκύει λάτρεις της φύσης και της ιστορίας, προσφέροντας μια ξεχωριστή γεύση από την αυθεντική ατμόσφαιρα των Άλπεων.
Κατευθυνση προς το κατάλυμα το οποίο το έκλεισα στα 50 ευρώ, και στη συνέχεια μια βόλτα για φαγητό και επίσκεψη στο φρούριο της πόλης.
Ένα περιστατικό που μου έκανε εντύπωση στο Briançon συνέβη λίγο πριν αναχωρήσω. Είχα μόλις τελειώσει το φαγητό μου σε ένα McDonald’s και κατευθύνθηκα προς τη μηχανή μου για να συνεχίσω το ταξίδι μου. Έξω από το κατάστημα, παρατήρησα δύο αστυνομικούς να κόβουν κλήση σε μια κυρία. Καθώς ανέβηκα στη μηχανή μου για να φύγω, ο ένας από αυτούς μου έκανε νόημα να κατέβω. Απόρησα.
Τον ρώτησα αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα και μου εξήγησε ότι ο λόγος ήταν πως δεν φορούσα γάντια μηχανής. Μου ανέφερε ότι στη Γαλλία είναι υποχρεωτικό να φοράς γάντια όταν οδηγείς μοτοσυκλέτα και πως αυτός είναι λόγος για να επιβληθεί πρόστιμο. Αιφνιδιάστηκα, καθώς δεν το γνώριζα. Του εξήγησα ότι είχα έρθει από την Ελλάδα, όπου κάτι τέτοιο δεν είναι υποχρεωτικό, και πως δεν ήμουν ενημερωμένος για αυτόν τον κανονισμό. Εκείνος κοίταξε την πινακίδα της μηχανής μου, επιβεβαιώνοντας ότι όντως είχα έρθει από μακριά, και με κατανόηση μου είπε:
“Εδώ στη Γαλλία είναι υποχρεωτικό να φοράτε γάντια για την ασφάλειά σας. Την επόμενη φορά, θα πρέπει να τα φοράτε“
Μετά, μου ευχήθηκε καλό ταξίδι και αποχώρησε, χωρίς να μου επιβάλει πρόστιμο.
Αυτό το περιστατικό με έκανε να σκεφτώ πόσο σημαντική είναι η ασφάλεια και πόσο πιο οργανωμένα και αυστηρά θα μπορούσαμε να είμαστε στην Ελλάδα σε τέτοιου είδους θέματα. Μακάρι να υπήρχε και στην Ελλάδα ένας αντίστοιχος κανονισμός, όχι μόνο για την υποχρέωση, αλλά και για τη νοοτροπία που τον συνοδεύει!
Το Briançon γίνεται το καταφύγιό μου για τη νύχτα, ενώ η σκέψη μου ήδη ταξιδεύει στα επόμενα χιλιόμετρα, στις στροφές και τα τοπία που θα αντικρύσω την επόμενη μέρα. Ένας ακόμα κρίκος της περιπέτειας είχε ολοκληρωθεί, και κάθε βήμα με φέρνει πιο κοντά στην καρδιά των Άλπεων.
Ξημέρωμα στο Briançon, με την ψύχρα να μου υπενθυμίζει ότι βρίσκομαι στην καρδιά των γαλλικών Άλπεων, σε υψόμετρο που δεν αστειεύεται. Με τον αέρα δροσερό και καθαρό, φορτώνω τα πράγματά μου και ξεκινάω για την επόμενη πρόκληση, αφήνοντας πίσω μου αυτόν τον γαλήνιο ορεινό θησαυρό.
Καθ’ οδόν για το πέρασμα του Col d’Izoard, έκανα μια μικρή στάση στο Refuge Napoléon, ένα γραφικό καταφύγιο που βρίσκεται σε αυτό το εντυπωσιακό ορεινό τοπίο. Η στάση μου εκεί ήταν κυρίως για να τραβήξω μερικές φωτογραφίες, καθώς η θέα ήταν πραγματικά μαγευτική. Το τοπίο γύρω ήταν επιβλητικό, με τις ψηλές κορυφές και το άγριο, αλπικό σκηνικό να κυριαρχούν.
Το κρύο ήταν κάτι παραπάνω από τσουχτερό, και πραγματικά ένιωθα το αλπικό κλίμα σε όλη του τη δόξα. Η διαύγεια του αέρα και η απόκοσμη ομορφιά του τοπίου έκαναν τη στάση αυτή μοναδική, παρά την παγωνιά που με έκανε να βιαστώ να συνεχίσω τη διαδρομή μου.
Ένα μέρος που σε κάνει να νιώθεις δέος και να εκτιμάς την ομορφιά της φύσης, ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες!
Ο δρόμος με καλεί να ανεβώ ακόμα ψηλότερα, και κάθε μέτρο που διανύω, μου αποκαλύπτει το εντυπωσιακό ανάγλυφο των Άλπεων με τις άγριες κορυφές και τις ατελείωτες στροφές. Επόμενος σταθμός, το Col d’Izoard στα 2.360 μέτρα. Η ανάβαση είναι σταδιακή, με το τοπίο να μεταμορφώνεται μπροστά μου. Το Col d’Izoard έχει μια απόκοσμη ομορφιά – απότομοι βράχοι, με τον δρόμο να περνά ανάμεσά τους, θυμίζοντας σκηνικό ταινίας. Οδηγώντας εδώ, νιώθω σαν να κατακτώ το ίδιο το βουνό.
Το Col d’Izoard είναι ένα εμβληματικό ορεινό πέρασμα στις γαλλικές Άλπεις, γνωστό τόσο για τη φυσική του ομορφιά όσο και για τη σημασία του στην ιστορία της ποδηλασίας. Βρίσκεται σε υψόμετρο 2.360 μέτρων και συνδέει τις πόλεις Briançon και Guillestre μέσω του Εθνικού Δρυμού Queyras.
Το πέρασμα είναι διάσημο για το μοναδικό, σεληνιακό τοπίο του στην περιοχή που ονομάζεται Casse Déserte, με απόκρημνους βράχους και σκόρπιους ογκόλιθους. Αποτελεί δημοφιλή προορισμό για ποδηλάτες και ορειβάτες. Είναι τακτική τοποθεσία ανάβασης στον Γύρο της Γαλλίας (Tour de France).
Το Col d’Izoard θεωρείται σύμβολο φυσικής και αθλητικής πρόκλησης, καθώς και προορισμός που μαγεύει τους επισκέπτες με τη μοναδικότητα του τοπίου του.
Αφήνω το Col d’Izoard και συνεχίζω, με επόμενο σταθμό το Col de Vars στα 2.108 μέτρα. Κάθε πέρασμα μοιάζει να έχει τη δική του προσωπικότητα, τη δική του “σφραγίδα” στο τοπίο και την ατμόσφαιρα της διαδρομής. Το Col de Vars είναι πιο ήπιο αλλά εξίσου όμορφο, προσφέροντας θέα σε καταπράσινες κοιλάδες που κατεβαίνουν απότομα από τα βράχια. Σταματώ για μερικές φωτογραφίες, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσω την αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που προσφέρουν αυτές οι κορυφές.
Λίγα χιλιόμετρα αργότερα, σε έναν από τους τελευταίους επαρχιακούς δρόμους, μια πινακίδα αιχμαλωτίζει την προσοχή μου: “Route de la Bonette – la plus haute d’Europe”. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: βρίσκομαι στο κατώφλι του υψηλότερου ορεινού δρόμου της Ευρώπης, με την κορυφή του να φτάνει τα 2.802 μέτρα. Η αίσθηση αυτή με γεμίζει δέος, και η προσμονή για τη συνέχεια της διαδρομής με κάνει να νιώθω σχεδόν μικρός μπροστά στο μεγαλείο του βουνού.
Col de la Bonette: Μια Επική Ανάβαση στην Οροφή της Ευρώπης
Ανεβαίνω με τη μηχανή προς την κορυφή, με την ανάσα να κόβεται από την ομορφιά και την τραχιά φύση που με περιβάλλει. Η Route de la Bonette, με την πινακίδα της να σηματοδοτεί το σημείο αναφοράς για κάθε λάτρη των ορεινών διαδρομών, είναι ό,τι πιο εντυπωσιακό έχω αντικρίσει, και ο δρόμος μπροστά μου υπόσχεται να ξεπεράσει κάθε προσδοκία.
Η τύχη ήταν με το μέρος μου, καθώς ο καιρός παρέμενε απίστευτα καλός, σαν να είχε ανοίξει ένας ιδανικός διάδρομος προς την κορυφή της Route de la Bonette. Η διαδρομή αυτή, η υψηλότερη της Ευρώπης, με είχε ήδη ενθουσιάσει με την ομορφιά και την αγριάδα της, όμως τώρα βρισκόμουν στην τελική ευθεία, με τον ουρανό καθαρό και τον ήλιο να φωτίζει το τοπίο γύρω μου.
Στην κορυφή, στα 2.802 μέτρα, μοτοσικλετιστές και ταξιδιώτες είχαν σταματήσει για να απολαύσουν τη στιγμή. Στο κέντρο του σημείου ξεχωρίζει ένας βράχος, το χαρακτηριστικό “σημάδι” της διαδρομής, το σήμα κατατεθέν αυτής της θρυλικής πορείας. Τους κοιτάζω, ανταλλάσσουμε ματιές γεμάτες ενθουσιασμό και αλληλοθαυμασμό – όλοι μας φτάσαμε εδώ με κόπο, και η κορυφή αυτή είναι ένα επίτευγμα.
Και τότε, γυρνώντας το κεφάλι, το βλέμμα μου καρφώνεται σε ένα μικρό μονοπάτι που σκαρφαλώνει ακόμα ψηλότερα. Δεν χρειάστηκε δεύτερη σκέψη. Φυσικά και θα το ανέβω! Το αφήνω όλα πίσω, και ξεκινώ να ακολουθώ το μονοπάτι με βήματα γεμάτα ανυπομονησία. Η θέα που ανοίγεται καθώς προχωρώ είναι πέρα από κάθε περιγραφή: οι κορυφές των Άλπεων μοιάζουν να απλώνονται μέχρι τον ορίζοντα, τα σύννεφα βρίσκονται πια χαμηλότερα από το σημείο που στέκομαι, και νιώθω ότι μπορώ σχεδόν να αγγίξω τον ουρανό.
Φτάνω στα 2.862 μέτρα – το ψηλότερο σημείο της διαδρομής – και η αίσθηση είναι απερίγραπτη. Ο αέρας είναι δροσερός και καθαρός, και το συναίσθημα αυτής της κατάκτησης με πλημμυρίζει. Από εδώ ψηλά, νιώθω ότι κατέκτησα κάτι πολύ περισσότερο από μια κορυφή: κατέκτησα μια εμπειρία, μια ανάμνηση που θα μείνει για πάντα χαραγμένη μέσα μου.
Κοιτάζω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου, και σκέφτομαι πως κάθε στιγμή, κάθε στροφή και κάθε κορυφή ήταν ένας δρόμος για να φτάσω εδώ, στην κορυφή της Ευρώπης.
Με τον ενθουσιασμό της κορυφής ακόμα ζωντανό, κατέβηκα τον δρόμο της Bonette με λίγες στάσεις – η αδρεναλίνη και η ανυπομονησία να φτάσω στον επόμενο προορισμό με οδηγούσαν ασταμάτητα προς τα κάτω. Αυτή τη φορά δεν θα έβλεπα βουνά και καταπράσινες κοιλάδες, αλλά το εκτυφλωτικό σκηνικό της πολυτέλειας και της θάλασσας. Ο δρόμος με κατεύθυνε προς το Πριγκιπάτο του Μονακό – μια μικρή χώρα που όμως διαθέτει φήμη πολύ μεγαλύτερη από τα όριά της.
Το Μονακό, που φημίζεται για τον λαμπερό τρόπο ζωής, τα πολυτελή αυτοκίνητα, την πίστα της Formula 1 και τη βασιλική του ιστορία, υπόσχεται ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό από τα επιβλητικά βουνά της διαδρομής μου μέχρι τώρα. Εδώ, οι δρόμοι είναι φαρδείς και λείοι, και στα στενά της πόλης περνούν σπορ αμάξια που αστράφτουν στον ήλιο της Μεσογείου. Ένας εντελώς διαφορετικός κόσμος, όπου η παράδοση συναντά τον πλούτο, και η καθημερινότητα είναι σαν σκηνή από ταινία.
Σκοπός μου είναι να βρεθώ κοντά στην πίστα του Μονακό, να δω από κοντά αυτόν τον διάσημο δρόμο που κάθε χρόνο γεμίζει από την ηχώ των κινητήρων της Formula 1, με το πρίγκιπα να παρακολουθεί από τις εξέδρες, και πλήθος κόσμου να ενώνεται στον παλμό του αγώνα. Μέσα από αυτό το ταξίδι, από τα βουνά στα γαλαζοπράσινα νερά της Ριβιέρας, αυτή η αλλαγή σκηνικού με γεμίζει ξανά με μια έντονη αίσθηση περιπέτειας.
Μονακό: Ο Παράδεισος του Στυλ και της Αριστοκρατίας
Φτάνοντας επιτέλους στο Μονακό, η πρώτη μου σκέψη είναι να οδηγήσω στον εμβληματικό δρόμο που γίνεται ο θρυλικός αγώνας της Formula 1. Με τον ήχο της μηχανής μου να αντηχεί ανάμεσα στα κομψά κτίρια και τις κομψές προσόψεις των ξενοδοχείων, αισθάνομαι σαν να μπαίνω σε σκηνή κινηματογραφικής ταινίας. Η διαδρομή με οδηγεί μέσα από τις ίδιες απότομες στροφές, τα στενά τούνελ, και τις κλειστές καμπές που μεταμορφώνονται κάθε χρόνο στην πίστα για τους ταχύτερους οδηγούς του κόσμου. Είναι μαγικό το συναίσθημα, να διασχίζω έναν δρόμο που αποτελεί θρύλο για τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, και κάθε μέτρο που διανύω μου θυμίζει τη μοναδικότητα αυτού του τόπου.
Αφού έκανα την βόλτα μου στο δρόμο – πίστα του Μονακό και ψώνισα κάποια αναμνηστικά σουβενίρ , δεν θα μπορούσα να παραλείψω μια στάση έξω από το εμβληματικό Casino de Monte Carlo.
Όπως ακριβώς το είχα φανταστεί, ο χώρος έσφυζε από πολυτέλεια και λάμψη, με τα πιο εντυπωσιακά πολυτελή αυτοκίνητα παρατεταγμένα μπροστά στην επιβλητική είσοδο του καζίνο. Κάθε λογής μοντέλο που θα ζήλευε κανείς, από Ferrari και Lamborghini μέχρι Bentley και Rolls-Royce, γέμιζε το χώρο με την εκτυφλωτική τους παρουσία.
Η μέρα ολοκληρώνεται με την επίσκεψή μου στο Πριγκιπικό Παλάτι του Μονακό, που δεσπόζει πάνω από την πόλη με μια αριστοκρατική και διαχρονική ομορφιά. Το παλάτι, γεμάτο ιστορία, είναι το σπίτι της βασιλικής οικογένειας, και η ίδια η διαδρομή προς αυτό είναι σαν ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο. Περπατώ και κοιτάζω τη θέα προς τη Μεσόγειο, και για λίγο φαντάζομαι πώς θα ήταν να ζω εδώ. Το παλάτι περιβάλλεται από τα τείχη και τους πύργους του, σαν να προστατεύει έναν θησαυρό που μαγεύει όλους όσους το επισκέπτονται.
Το Παλάτι του Μονακό (Palais Princier de Monaco) είναι η επίσημη κατοικία της πριγκιπικής οικογένειας του Μονακό, της δυναστείας Grimaldi. Βρίσκεται στον Βράχο του Μονακό (Rocher de Monaco), μια φυσική προεξοχή που προσφέρει πανοραμική θέα στη Μεσόγειο και αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά μνημεία του πριγκιπάτου.
Το παλάτι χτίστηκε αρχικά το 1191 ως οχυρό της Γένοβας για να προστατεύει την περιοχή από εισβολές.
Το 1297, η οικογένεια Grimaldi κατέλαβε το κάστρο, και έκτοτε αποτελεί την κατοικία τους. Ο Φρανσουά Γκριμάλντι μπήκε στο κάστρο μεταμφιεσμένος ως μοναχός, κερδίζοντας έτσι το προσωνύμιο “Il Malizia” (Ο Πονηρός).
Κατά τη διάρκεια των αιώνων, το παλάτι μετατράπηκε από στρατιωτικό οχυρό σε πολυτελή αναγεννησιακή κατοικία με εντυπωσιακές τοιχογραφίες, μπαλκόνια και αυλές.
Το παλάτι εξακολουθεί να είναι η κύρια κατοικία της πριγκιπικής οικογένειας. Ο σημερινός ηγεμόνας είναι ο Πρίγκιπας Αλβέρτος Β’.
Μερικά τμήματα του παλατιού είναι ανοιχτά για το κοινό, όπως τα πολυτελή δωμάτια και η συλλογή έργων τέχνης.
Κάθε μέρα στις 11:55 π.μ. πραγματοποιείται τελετή αλλαγής φρουράς μπροστά από το παλάτι, η οποία αποτελεί δημοφιλές θέαμα.
Το παλάτι φιλοξενεί σπάνια έργα τέχνης και έπιπλα, καθώς και ιστορικά αντικείμενα της δυναστείας Grimaldi.
- Ο Βράχος του Μονακό προσφέρει πανοραμική θέα, καθιστώντας το παλάτι στρατηγικό σημείο αλλά και τουριστικό αξιοθέατο.
Το Παλάτι του Μονακό είναι ένα μνημείο που αντανακλά τη μακρά ιστορία, τη δύναμη και την πολυτέλεια του πριγκιπάτου, προσελκύοντας χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Με το φως του ήλιου να χαμηλώνει σιγά-σιγά πάνω από τη Μεσόγειο, συνειδητοποιώ ότι ήταν ώρα να αποχωρηστό αυτό το χλιδάτο μέρος και να επιστρέψω στην πραγματικότητα 😁.
Καθώς άφηνα το Μονακό πίσω μου, μια μικρή ανατροπή περίμενε στον δρόμο – η αστυνομία με σταμάτησε για έναν τυπικό έλεγχο. Παρόλο που ήταν σύντομος και χωρίς προβλήματα, η στάση αυτή είχε μια δόση απρόσμενης περιπέτειας.
Μετά από αυτό το μικρό διάλειμμα, βγαίνω και πάλι στον αυτοκινητόδρομο, με κατεύθυνση το επόμενο σημείο μου: ένα μικρό ιταλικό χωριό με την ονομασία Busalla.
Αν και μικρό και όχι τόσο γνωστό, η Busalla αποπνέει τη γοητεία της ιταλικής επαρχίας. Μετά από τις πολυτελείς εικόνες και τους έντονους ρυθμούς του Μονακό, αυτό το μέρος μοιάζει σαν την ιδανική ευκαιρία να “κατέβω” από το ύψος της περιπέτειας και να βιώσω κάτι πιο ζεστό και γήινο.
Φτάνοντας εκεί, ανακαλύπτω ότι η Busalla είχε στήσει πανηγύρι! Το πανηγύρι αυτό ήταν κάτι σαν γιορτή της τοπικής κουλτούρας, με χορούς και μουσικούς που έπαιζαν τα κομμάτια της περιοχής. Ήταν το ιδανικό κλείσιμο σε αυτό το ταξίδι: κατέληξα να διανυκτερεύω στην Busalla, μέσα στη ζεστασιά των ντόπιων και την αυθεντικότητα αυτής της γιορτής. Η τελευταία βραδιά αυτού του μαγευτικού ταξιδιού δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη, καθώς γέμισα με αναμνήσεις, ήχους και αρώματα που με συνόδευαν και θα μου θύμιζαν πάντα αυτή την απρόσμενα όμορφη διαδρομή.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα νιώθοντας το συναίσθημα του τέλους να πλησιάζει. Με κατεύθυνση την Ancona, το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής μου ξεδιπλωνόταν μπροστά μου, και μια μικρή μελαγχολία αναμειγνυόταν με την ανυπομονησία να επιστρέψω στην πατρίδα.
Η τελευτάια στάση του ταξιδιού μου θα ήταν η πόλη Arezzo στην καρδιά της Τοσκάνης. Μόλις έφτασα, ένιωσα αμέσως τη μαγευτική ατμόσφαιρα της παλιάς Ιταλίας να με περιβάλλει. Οι πλατείες και τα σοκάκια της πόλης, με την αρχιτεκτονική τους και τις πέτρινες προσόψεις, αποτελούσαν το ιδανικό σκηνικό για μερικές αξέχαστες φωτογραφίες.
Η Arezzo, με την καλλιτεχνική της παράδοση και τον αυθεντικό της χαρακτήρα, μου πρόσφερε τις τελευταίες γεύσεις και εικόνες της Ιταλίας σε αυτή τη διαδρομή. Κάθε γωνιά είχε την ιστορία της, από τις μεσαιωνικές εκκλησίες μέχρι τις υπέροχες επαύλεις, και η πόλη ανέδιδε μια γοητεία που μόνο η Τοσκάνη μπορεί να προσφέρει. Ήταν μια στάση που έδινε στο ταξίδι μου μια ακόμα πινελιά ομορφιάς και αυθεντικότητας.
Η Αρέτσο είναι μια πανέμορφη πόλη στην Τοσκάνη της Ιταλίας, γνωστή για την πλούσια ιστορία, την τέχνη και την αρχιτεκτονική της. Βρίσκεται περίπου 80 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Φλωρεντίας, σε ένα λόφο με θέα την εύφορη πεδιάδα του ποταμού Άρνο. Η πόλη έχει αρχαίες ρίζες, καθώς ήταν μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ετρουρίας πριν ενσωματωθεί στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Ξεχωρίζει για τα μεσαιωνικά κτίρια, τις εκκλησίες και τις πλατείες της. Σημαντικά αξιοθέατα περιλαμβάνουν:
- Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου: Γνωστή για τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες του Piero della Francesca.
- Καθεδρικός Ναός της Αρέτσο: Ένα γοτθικό στολίδι με υπέροχα βιτρό παράθυρα.
- Piazza Grande: Η κεντρική πλατεία με εντυπωσιακή αρχιτεκτονική και σκηνικό για το παραδοσιακό “Giostra del Saracino”.
Η Αρέτσο είναι πατρίδα διάσημων καλλιτεχνών, όπως ο Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και ο Πέτρος Αρετίνος, ενώ διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Αναγέννηση.
- Παρότι διατηρεί την ιστορική της γοητεία, είναι μια ζωντανή πόλη με σύγχρονες ανέσεις, παραδοσιακές αγορές και φεστιβάλ.
Η Αρέτσο είναι ιδανικός προορισμός για όσους αγαπούν την ιστορία, την τέχνη και την αυθεντική ιταλική ατμόσφαιρα.
Όμως, το ταξίδι αυτό δεν έλεγε να τελειώσει έτσι απλά – η διαδρομή μου επιφύλασσε ακόμα μια τελευταία, απρόσμενη ομορφιά. Καθώς οδηγούσα προς την Ανκόνα, συνάντησα ένα ορεινό πέρασμα που δεν είχα σχεδιάσει να διασχίσω το Βocca serriola. Η στροφή αυτή, που αρχικά έμοιαζε σαν μια απλή αλλαγή πορείας, αποδείχτηκε μια ακόμα μαγευτική εμπειρία.
Το τοπίο με εντυπωσίασε – τα βουνά, με τις σκιές τους να αλλάζουν καθώς το φως του πρωινού τα έλουζε, και η απομόνωση που προσέφερε αυτή η διαδρομή, δημιούργησαν ένα σκηνικό ήσυχο και καθηλωτικό. Σταμάτησα για λίγες φωτογραφίες, θέλοντας να αποτυπώσω κάθε τελευταία στιγμή αυτού του μεγάλου ταξιδιού και να κρατήσω στη μνήμη μου κάθε εικόνα που απλώνονταν μπροστά μου.
Το Bocca Serriola είναι ένα ορεινό πέρασμα στην κεντρική Ιταλία, που βρίσκεται στα Απέννινα Όρη και συνδέει την περιοχή της Ούμπρια με τη Μάρκε. Αποτελεί μια φυσική διαδρομή ανάμεσα σε βουνά και δάση και είναι γνωστό τόσο για την ιστορική όσο και για τη φυσική του σημασία.
Bρίσκεται ανάμεσα στην κοιλάδα του ποταμού Μεταύρου (Metauro) και την περιοχή της Ούμπρια, κοντά στις πόλεις Città di Castello και Piobbico και το υψόμετρό του φτάνει περίπου τα 730 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Η διαδρομή χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα ως πέρασμα εμπορικών και στρατιωτικών αποστολών. Στη ρωμαϊκή εποχή, εξυπηρετούσε ως σύνδεσμος μεταξύ της Αδριατικής ακτής και των εσωτερικών περιοχών.
Η περιοχή γύρω από το Bocca Serriola είναι πλούσια σε φυσικά τοπία, όπως πυκνά δάση από βελανιδιές και καστανιές και προσφέρει εξαιρετική θέα στα γύρω βουνά και είναι δημοφιλής για πεζοπορία, ποδηλασία και οδικές διαδρομές.
Ελκύει επισκέπτες που αγαπούν τη φύση και την ηρεμία, καθώς και όσους ενδιαφέρονται για την ιστορική κληρονομιά της περιοχής.
Κοντά στο πέρασμα βρίσκονται μικρά χωριά και πόλεις που διατηρούν την παραδοσιακή ιταλική αρχιτεκτονική και προσφέρουν τοπικές γεύσεις.
Το Bocca Serriola είναι ιδανικό για όσους ταξιδεύουν οδικώς μεταξύ Ούμπρια και Μάρκε ή για περιηγητές που αναζητούν μια όμορφη και λιγότερο τουριστική πλευρά της ιταλικής υπαίθρου. Αποτελεί μια γραφική επιλογή για τους λάτρεις της φύσης και της ιστορίας.
Ancona: O επίλογος του ταξιδιού
Όταν έφτασα επιτέλους στην Ανκόνα, με υποδέχτηκε η θέα του λιμανιού και το πλοίο που με περίμενε για να με πάει πίσω στην Ελλάδα. Ανέβηκα στο πλοίο γεμάτος, φορτωμένος με εικόνες, εμπειρίες και συναισθήματα που ανυπομονούσα να μοιραστώ με τους φίλους μου. Καθώς το πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής, κάθισα στο κατάστρωμα και, παρακολουθώντας τον ήλιο να δύει πίσω από την Ιταλία, άρχισα να αναπολώ το ταξίδι μου.
Κάθε πέρασμα των Άλπεων, κάθε δρόμος και κάθε στάση, από την Ελβετία, το Λιχτενστάιν, τις γαλλικές Άλπεις, το Μονακό και την Ιταλία, ζωντάνευαν στο μυαλό μου σαν σκηνές από ένα όνειρο. Αυτό το ταξίδι δεν ήταν απλώς μια διαδρομή – ήταν μια εμπειρία ζωής, γεμάτη ελευθερία, πρόκληση και αμέτρητες εικόνες.
Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν, υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αυτή ήταν μόνο η αρχή.
Αυτό το ταξίδι ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή περιπέτεια στους δρόμους της Ευρώπης. Ήταν μια ανακάλυψη των πιο εντυπωσιακών τοπίων, μιας ξεχωριστής κουλτούρας και της απόλαυσης που προσφέρει η ελευθερία του ταξιδιού με τη μηχανή. Από τα γεμάτα ζωή δρομάκια της Σιένα, μέχρι τα υψηλά βουνά των Ελβετικών Άλπεων, κάθε μέρα μου πρόσφερε νέες εικόνες, νέες εμπειρίες και νέες φιλίες.
Η Ιταλία, με την αυθεντική της γοητεία, με υποδέχθηκε με τα αγροτικά τοπία της Τοσκάνης, τις πόλεις μεσαιωνικής ομορφιάς και τους φημισμένους αμπελώνες. Στο Montalcino, η φιλοξενία των Ιταλών μοτοσυκλετιστών ήταν μια μοναδική εμπειρία και με έμαθε ότι, εκτός από την οδήγηση, η μοτοσυκλέτα δημιουργεί δεσμούς φιλίας.
Μετά, η Ελβετία με τα απότομα βουνά της, τους παγωμένους λόφους και τις απίστευτες διαδρομές, όπως το Furka Pass και το Grimsel Pass, με έκανε να νιώσω τη μαγεία των Άλπεων. Και από την άλλη πλευρά της Ελβετίας, το Λιχτενστάιν, το μικροσκοπικό αυτό βασίλειο, με τους υπέροχους δρόμους και τις αδιανόητες θέες, έμοιαζε σαν παραμύθι.
Αλλά η πραγματική αίσθηση της ελευθερίας ήρθε όταν πέρασα στην Γαλλία, διασχίζοντας τις Γαλλικές Άλπεις και ακολουθώντας τη διάσημη Route des Grandes Alpes, με τις εντυπωσιακές στροφές και τα εκπληκτικά τοπία που κόβουν την ανάσα. Οι περιοχές, όπως το Col de la Bonette και το Briançon, πρόσφεραν εικόνες που έμεναν χαραγμένες στη μνήμη μου.
Η ολοκλήρωση του ταξιδιού μου στο Πριγκιπάτο του Μονακό, με την πίστα της Formula 1, τα πολυτελή αυτοκίνητα και το επιβλητικό καζίνο Monte Carlo, ήταν το τέλειο φινάλε για ένα ταξίδι γεμάτο αντιφάσεις και απίστευτες εμπειρίες.
Αλλά αυτό που πραγματικά αποκόμισα από το ταξίδι ήταν η αίσθηση της ελευθερίας. Η μηχανή μου δεν ήταν απλώς ένα μέσο μετακίνησης, αλλά το μέσο για να βιώσω την Ευρώπη με έναν τρόπο που λίγοι άνθρωποι έχουν την ευκαιρία να κάνουν. Οι δρόμοι που διάβηκα, οι άνθρωποι που συνάντησα, οι χώρες που επισκέφτηκα, όλα ήταν μέρος μιας μαγικής διαδρομής που θα μείνει χαραγμένη για πάντα στη μνήμη μου.
Μπορείτε να δείτε το βίντεο απο το road trip, αλλά και απο άλλες εκδρομές, στο κανάλι μας στο YouTube πατώντας εδώ 👈
Μην ξεχάσετε να κάνετε ενα Like και ένα Subscribe στο κανάλι μας όπως επίσης και ενα σχόλιο.
Τα λέμε στο επόμενο 😊